ἀξιόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false

Sophocles, Antigone, 389
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)cio/pistos
|Beta Code=a)cio/pistos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[trustworthy]], Pl.<span class="title">Alc.</span>1.123b; ἀ. ἄν εἰκότως φαίνοιτο <span class="bibl">D.1.3</span>; κτησίας οὐκ ὢν ἀ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>606a8</span>, al.; ἀ. εἴς τι <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span> 1.5.2</span>; ναύλοχα ἀ. πρὸς τοσαύτην ναυτιλίαν <b class="b2">sufficient for .</b>., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span> 58</span>: Comp., Phld.<span class="title">Mus.</span>p.77 K. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of evidence, [[trustworthy]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>741a37</span>. Adv. -τως, ἀ. συνῶπται <span class="bibl">741a34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> in bad sense, [[plausible]], in Adv. -τως <span class="bibl">Timae.70</span>, Gal.17(2).139.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[trustworthy]], Pl.<span class="title">Alc.</span>1.123b; ἀ. ἄν εἰκότως φαίνοιτο <span class="bibl">D.1.3</span>; κτησίας οὐκ ὢν ἀ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>606a8</span>, al.; ἀ. εἴς τι <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span> 1.5.2</span>; ναύλοχα ἀ. πρὸς τοσαύτην ναυτιλίαν <b class="b2">sufficient for .</b>., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span> 58</span>: Comp., Phld.<span class="title">Mus.</span>p.77 K. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of evidence, [[trustworthy]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>741a37</span>. Adv. -τως, ἀ. συνῶπται <span class="bibl">741a34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> in bad sense, [[plausible]], in Adv. -τως <span class="bibl">Timae.70</span>, Gal.17(2).139.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[digno de crédito o de confianza]] [[ἀνήρ]] Pl.<i>Alc</i>.1.123b, <i>SB</i> 9456.12, [[ἄνθρωπος]] ... [[ἀξιόπιστος]] δ' ἂν [[εἰκότως]] φαίνοιτο D.1.3, Κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.<i>HA</i> 606<sup>a</sup>8, ὅταν οὕτω λεχθῇ ὁ λόγος ὥστε ἀξιόπιστον ποιῆσαι τὸν λέγοντα cuando el lenguaje es usado de tal forma que hace digno de fe al que habla</i> Arist.<i>Rh</i>.1356<sup>a</sup>5, de los filósofos, Phld.<i>Mus</i>.p.77K., de Alejandro, Luc.<i>Alex</i>.4, φύλακες <i>PCair.Zen</i>.361.11 (III a.C.), μάρτυρες <i>PLond</i>.1711.32 (VI d.C.), φιλόσοφος <i>Ep.Diog</i>.8.2, cf. Fauorin.<i>de Ex</i>.21.3, ἀ. εἰς ταῦτα X.<i>Mem</i>.1.5.2<br /><b class="num">•</b>de cosas y abstr. [[digno de crédito]], [[seguro]] ἦθος Pl.<i>Ep</i>.323a, πεῖρα Arist.<i>GA</i> 741<sup>a</sup>37, ναύλοχα πρὸς τοσαύτην ἀξιόπιστα ναυτιλίαν Plu.<i>Caes</i>.58, cf. Plu.2.68c, πράγματα M.Ant.6.13, κατηγορία D.C.74.9.5 (p.345), ὁ πρόσωπος Charito 6.9<br /><b class="num">•</b>[[leal]], [[benevolente]] ἀξιοπιστότερά ἐστιν τραύματα φίλου ἢ ἑκούσια φιλήματα ἐχθροῦ [[LXX]] <i>Pr</i>.27.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[credibilidad]] τὸ τῆς ἐπαγγελίας αὐτῶν ἀξιόπιστον Plb.3.44.7.<br /><b class="num">2</b> [[capaz de creer]] ἵνα ... ἀξιοπίστους αὐτοὺς ἐργάσηται Chrys.M.62.207.<br /><b class="num">II</b> subst. ἀξιόπιστον, τό [[autoridad]], [[prestigio]] τὸ γεραιὸν τῆς ἡλικίας καὶ ἀξιόπιστον οὐκ ἐπικαλυπτέον Clem.Al.<i>Paed</i>.3.11.63.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de forma digna de crédito]] ἀ. συνῶπται Arist.<i>GA</i> 741<sup>a</sup>34.<br /><b class="num">2</b> [[verosímilmente]] ταῦτα λέγειν Timae.156, κελεύειν ἀ. Gal.17(2).139, τὰ αὐτῶν ... δοκεῖν εἶναι ἀληθῆ ἀ. Plot.2.9.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne de foi <i>ou</i> de confiance.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[πίστις]].
|btext=ος, ον :<br />digne de foi <i>ou</i> de confiance.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[πίστις]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[digno de crédito o de confianza]] [[ἀνήρ]] Pl.<i>Alc</i>.1.123b, <i>SB</i> 9456.12, [[ἄνθρωπος]] ... [[ἀξιόπιστος]] δ' ἂν [[εἰκότως]] φαίνοιτο D.1.3, Κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.<i>HA</i> 606<sup>a</sup>8, ὅταν οὕτω λεχθῇ ὁ λόγος ὥστε ἀξιόπιστον ποιῆσαι τὸν λέγοντα cuando el lenguaje es usado de tal forma que hace digno de fe al que habla</i> Arist.<i>Rh</i>.1356<sup>a</sup>5, de los filósofos, Phld.<i>Mus</i>.p.77K., de Alejandro, Luc.<i>Alex</i>.4, φύλακες <i>PCair.Zen</i>.361.11 (III a.C.), μάρτυρες <i>PLond</i>.1711.32 (VI d.C.), φιλόσοφος <i>Ep.Diog</i>.8.2, cf. Fauorin.<i>de Ex</i>.21.3, ἀ. εἰς ταῦτα X.<i>Mem</i>.1.5.2<br /><b class="num">•</b>de cosas y abstr. [[digno de crédito]], [[seguro]] ἦθος Pl.<i>Ep</i>.323a, πεῖρα Arist.<i>GA</i> 741<sup>a</sup>37, ναύλοχα πρὸς τοσαύτην ἀξιόπιστα ναυτιλίαν Plu.<i>Caes</i>.58, cf. Plu.2.68c, πράγματα M.Ant.6.13, κατηγορία D.C.74.9.5 (p.345), ὁ πρόσωπος Charito 6.9<br /><b class="num">•</b>[[leal]], [[benevolente]] ἀξιοπιστότερά ἐστιν τραύματα φίλου ἢ ἑκούσια φιλήματα ἐχθροῦ [[LXX]] <i>Pr</i>.27.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[credibilidad]] τὸ τῆς ἐπαγγελίας αὐτῶν ἀξιόπιστον Plb.3.44.7.<br /><b class="num">2</b> [[capaz de creer]] ἵνα ... ἀξιοπίστους αὐτοὺς ἐργάσηται Chrys.M.62.207.<br /><b class="num">II</b> subst. ἀξιόπιστον, τό [[autoridad]], [[prestigio]] τὸ γεραιὸν τῆς ἡλικίας καὶ ἀξιόπιστον οὐκ ἐπικαλυπτέον Clem.Al.<i>Paed</i>.3.11.63.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de forma digna de crédito]] ἀ. συνῶπται Arist.<i>GA</i> 741<sup>a</sup>34.<br /><b class="num">2</b> [[verosímilmente]] ταῦτα λέγειν Timae.156, κελεύειν ἀ. Gal.17(2).139, τὰ αὐτῶν ... δοκεῖν εἶναι ἀληθῆ ἀ. Plot.2.9.10.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόπιστος Medium diacritics: ἀξιόπιστος Low diacritics: αξιόπιστος Capitals: ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: axiópistos Transliteration B: axiopistos Transliteration C: aksiopistos Beta Code: a)cio/pistos

English (LSJ)

ον, A trustworthy, Pl.Alc.1.123b; ἀ. ἄν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3; κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA606a8, al.; ἀ. εἴς τι X.Mem. 1.5.2; ναύλοχα ἀ. πρὸς τοσαύτην ναυτιλίαν sufficient for .., Plu.Caes. 58: Comp., Phld.Mus.p.77 K. 2 of evidence, trustworthy, Arist. GA741a37. Adv. -τως, ἀ. συνῶπται 741a34. 3 in bad sense, plausible, in Adv. -τως Timae.70, Gal.17(2).139.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. digno de crédito o de confianza ἀνήρ Pl.Alc.1.123b, SB 9456.12, ἄνθρωπος ... ἀξιόπιστος δ' ἂν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3, Κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA 606a8, ὅταν οὕτω λεχθῇ ὁ λόγος ὥστε ἀξιόπιστον ποιῆσαι τὸν λέγοντα cuando el lenguaje es usado de tal forma que hace digno de fe al que habla Arist.Rh.1356a5, de los filósofos, Phld.Mus.p.77K., de Alejandro, Luc.Alex.4, φύλακες PCair.Zen.361.11 (III a.C.), μάρτυρες PLond.1711.32 (VI d.C.), φιλόσοφος Ep.Diog.8.2, cf. Fauorin.de Ex.21.3, ἀ. εἰς ταῦτα X.Mem.1.5.2
de cosas y abstr. digno de crédito, seguro ἦθος Pl.Ep.323a, πεῖρα Arist.GA 741a37, ναύλοχα πρὸς τοσαύτην ἀξιόπιστα ναυτιλίαν Plu.Caes.58, cf. Plu.2.68c, πράγματα M.Ant.6.13, κατηγορία D.C.74.9.5 (p.345), ὁ πρόσωπος Charito 6.9
leal, benevolente ἀξιοπιστότερά ἐστιν τραύματα φίλου ἢ ἑκούσια φιλήματα ἐχθροῦ LXX Pr.27.6
subst. τὸ ἀ. credibilidad τὸ τῆς ἐπαγγελίας αὐτῶν ἀξιόπιστον Plb.3.44.7.
2 capaz de creer ἵνα ... ἀξιοπίστους αὐτοὺς ἐργάσηται Chrys.M.62.207.
II subst. ἀξιόπιστον, τό autoridad, prestigio τὸ γεραιὸν τῆς ἡλικίας καὶ ἀξιόπιστον οὐκ ἐπικαλυπτέον Clem.Al.Paed.3.11.63.
III adv. -ως
1 de forma digna de crédito ἀ. συνῶπται Arist.GA 741a34.
2 verosímilmente ταῦτα λέγειν Timae.156, κελεύειν ἀ. Gal.17(2).139, τὰ αὐτῶν ... δοκεῖν εἶναι ἀληθῆ ἀ. Plot.2.9.10.

German (Pape)

[Seite 270] glaubwürdig, Plat. Alc. I, 123 a; εἴς τι Xen. Mem. 1, 5, 2; zuverlässig, Dem. 1, 3; Plut. oft. – Adv. -πίστως, Cic. Att. 13, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόπιστος: -ον, ὁ ἄξιος πίστεως, ἀξιόπιστος, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123B· ἀξιόπιστος ἂν εἰκότως φαίνοιτο Δημ. 10. 5· Κτησίας οὐκ ὤν ἀξιόπιστος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 4, κ. ἀλλ.· ἀξ. εἴς τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2· ἀξ. πρὸς τὴν τοσαύτην ναυτιλίαν, ἱκανός, ἀρκετός, Πλουτ. Καῖσ. 58. 2) τὸ ἐκ πείρας καθιστάμενον ἄξιον πίστεως, ἀλλὰ τούτων μὲν οὐ πεῖραν ἔχομεν ἀξιόπιστον Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 5, 7· ὅσων ἀξιόπιστον ἔχομεν τὴν πεῖραν αὐτόθι 4. 10: - οὕτως, ἐπίρρ. -τως, ὅπερ ἀξιοπίστως μὲν οὐ συνῶπται μέχρι γε τοῦ νῦν π. Ζ. γεν. 2, 5. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ φαινόμενος ἀξιόπιστος, εὐλογοφανής, Ἐκκλ.: - καὶ ἐπίρρ. -τως Τίμαι. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de foi ou de confiance.
Étymologie: ἄξιος, πίστις.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιόπιστος, -ον)
αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη, που θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός
αρχ.
1. αρκετός
2. όποιος έχει αποδειχθεί από την πείρα ότι αξίζει να τον εμπιστεύεται κανείς
3. εκείνος που δίνει την απατηλή εντύπωση ότι είναι αξιόπιστος.

Greek Monotonic

ἀξιόπιστος: -ον, έμπιστος, εχέμυθος, αξιόπιστος, σε Πλάτ., Δημ.· εἴςτι, σε κάτι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιόπιστος: заслуживающий доверия, надежный (Plat., Arst., Dem., Anth.; εἴς τι Xen. и πρός τι Plut.).

Middle Liddell


trustworthy, Plat., Dem.; εἴς τι in a thing, Xen.

English (Woodhouse)

trustworthy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)