dadivoso: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀσίχηρ]], [[δωρηματικός]] | |sltx=[[ἀβάναυσος]], [[ἀγαθόδωρος]], [[ἤσιχερ]], [[ἀσίχηρ]], [[ἀφειδής]], [[ἀφθόνητος]], [[ἄφθονος]], [[γενέρωσος]], [[γεννάδας]], [[δαψιλής]], [[δημοτικός]], [[δοτικός]], [[δυναμικός]], [[δωρηματικός]], [[δωρητικός]], [[δωροδόκος]], [[ἐλευθέριος]], [[ἐλεύθερος]], [[εὐγενής]], [[εὔδωρος]], [[εὐηγενής]], [[εὔθυμος]], [[εὐμετάδοτος]], [[ἠϋγενής]], [[κοινωνατικός]], [[κοινωνικός]], [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλόψυχος]], [[νεανικός]], [[πλουσιόχειρ]], [[πλουσιόψυχος]], [[πολύδωρος]], [[φιλάνθρωπος]], [[φιλόδωρος]], [[φιλότιμος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:00, 1 October 2022
Spanish > Greek
ἀβάναυσος, ἀγαθόδωρος, ἤσιχερ, ἀσίχηρ, ἀφειδής, ἀφθόνητος, ἄφθονος, γενέρωσος, γεννάδας, δαψιλής, δημοτικός, δοτικός, δυναμικός, δωρηματικός, δωρητικός, δωροδόκος, ἐλευθέριος, ἐλεύθερος, εὐγενής, εὔδωρος, εὐηγενής, εὔθυμος, εὐμετάδοτος, ἠϋγενής, κοινωνατικός, κοινωνικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, νεανικός, πλουσιόχειρ, πλουσιόψυχος, πολύδωρος, φιλάνθρωπος, φιλόδωρος, φιλότιμος