ἐκλεκτικός: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)klektiko/s | |Beta Code=e)klektiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[capable of exercising moral choice]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.46</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐ. ἀξία</b> value [[deserving such choice]], Antip.ib.<span class="bibl">30</span>,al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[picking out]], [[selective]], δυνάμεις <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>2</span> fin.; <b class="b3">οἱ ἐ</b>. [[the Eclectics]], philosophers [[who selected such doctrines as pleased them]] in every school, Gal.14.684; ἐ. αἵρεσις D.L.<span class="title">Prooem.</span>21, Gal.19.353. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Adv. -κῶς <span class="bibl">Hierocl. p.41A.</span></span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[capable of exercising moral choice]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.46</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐ. ἀξία</b> value [[deserving such choice]], Antip.ib.<span class="bibl">30</span>,al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[picking out]], [[selective]], δυνάμεις <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>2</span> fin.; <b class="b3">οἱ ἐ</b>. [[the Eclectics]], philosophers [[who selected such doctrines as pleased them]] in every school, Gal.14.684; ἐ. αἵρεσις D.L.<span class="title">Prooem.</span>21, Gal.19.353. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Adv. -κῶς <span class="bibl">Hierocl. p.41A.</span></span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[que debe ser escogido]], [[digno de ser elegido]], [[ἀξία]] Antip.<i>Stoic</i>.3.30, Plu.2.1071b.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>de pers. [[capaz de escoger]], [[capaz de elegir]] c. gen. [[αὐτός]] μ' ὁ θεὸς τοιούτων ἐκλεκτικὸν ἐποίησεν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.46, τῶν κρατίστων δὲ καὶ κυριωτάτων D.H.<i>Lys</i>.15.3, τὸ ἐκλεκτικόν τε καὶ ἀπεκλεκτικὸν ἀγαθῶν τε καὶ κακῶν la habilidad de escoger lo bueno y rechazar lo malo</i> Dam.<i>in Phaed</i>.116<br /><b class="num">•</b>fig. de cosas [[que selecciona]], [[selectivo]] ὁδὸς ἐ. τῶν ἐν ταῖς τέχναις οἰκείων πρὸς ἀρετήν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.26, (δυνάμεις) D.H.<i>Comp</i>.2.8<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. [[con mayor capacidad selectiva]], [[con más discernimiento]] ἐκλεκτικώτερον προσιόντες τῇ κυριακῇ διδασκαλίᾳ Clem.Al.<i>Strom</i>.7.15.90.<br /><b class="num">2</b> esp. de filósofos, doctrinas, escuelas [[ecléctico]] [[αἵρεσις]] ref. la escuela de Potamón de Alejandría, D.L.1.21, cf. <i>SEG</i> 38.1177 (Éfeso I d.C.), τοῦτο σύμπαν τὸ ἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί Clem.Al.<i>Strom</i>.1.7.37, de escuelas médicas, Gal.19.353<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἐκλεκτικοί [[los filósofos eclécticos]] D.L.1.17 (var.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[selectivamente]] τοῖς ... πρ(ὸς) τήρησιν τ(ῆς) συστάσεως συμφέρουσιν ἐκλεκτικῶς Hierocl.9.10. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς τὸ ἐκλέγειν, ὁ ἐκλέγων, Δον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, ἐν τέλει: - οἱ Ἐκλεκτικοί, φιλόσοφοι, οἵτινες ἐξ ἑκάστης φιλοσοφικῆς αἱρέσεως ἐξέλεγον καὶ παρελάμβανον ὅσα δόγματα ἐνόμιζον ὡς ὀρθά, ἴδε Διογ. Λ. προίμ. 21. | |lstext='''ἐκλεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς τὸ ἐκλέγειν, ὁ ἐκλέγων, Δον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, ἐν τέλει: - οἱ Ἐκλεκτικοί, φιλόσοφοι, οἵτινες ἐξ ἑκάστης φιλοσοφικῆς αἱρέσεως ἐξέλεγον καὶ παρελάμβανον ὅσα δόγματα ἐνόμιζον ὡς ὀρθά, ἴδε Διογ. Λ. προίμ. 21. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A capable of exercising moral choice, Chrysipp.Stoic.3.46. 2 ἐ. ἀξία value deserving such choice, Antip.ib.30,al. II picking out, selective, δυνάμεις D.H.Comp.2 fin.; οἱ ἐ. the Eclectics, philosophers who selected such doctrines as pleased them in every school, Gal.14.684; ἐ. αἵρεσις D.L.Prooem.21, Gal.19.353. III Adv. -κῶς Hierocl. p.41A.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I que debe ser escogido, digno de ser elegido, ἀξία Antip.Stoic.3.30, Plu.2.1071b.
II 1de pers. capaz de escoger, capaz de elegir c. gen. αὐτός μ' ὁ θεὸς τοιούτων ἐκλεκτικὸν ἐποίησεν Chrysipp.Stoic.3.46, τῶν κρατίστων δὲ καὶ κυριωτάτων D.H.Lys.15.3, τὸ ἐκλεκτικόν τε καὶ ἀπεκλεκτικὸν ἀγαθῶν τε καὶ κακῶν la habilidad de escoger lo bueno y rechazar lo malo Dam.in Phaed.116
•fig. de cosas que selecciona, selectivo ὁδὸς ἐ. τῶν ἐν ταῖς τέχναις οἰκείων πρὸς ἀρετήν Chrysipp.Stoic.3.26, (δυνάμεις) D.H.Comp.2.8
•neutr. compar. como adv. con mayor capacidad selectiva, con más discernimiento ἐκλεκτικώτερον προσιόντες τῇ κυριακῇ διδασκαλίᾳ Clem.Al.Strom.7.15.90.
2 esp. de filósofos, doctrinas, escuelas ecléctico αἵρεσις ref. la escuela de Potamón de Alejandría, D.L.1.21, cf. SEG 38.1177 (Éfeso I d.C.), τοῦτο σύμπαν τὸ ἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί Clem.Al.Strom.1.7.37, de escuelas médicas, Gal.19.353
•subst. οἱ ἐκλεκτικοί los filósofos eclécticos D.L.1.17 (var.).
III adv. -ῶς selectivamente τοῖς ... πρ(ὸς) τήρησιν τ(ῆς) συστάσεως συμφέρουσιν ἐκλεκτικῶς Hierocl.9.10.
German (Pape)
[Seite 767] ή, όν, auswählend, auslesend, D. Hal. C. V. 2; οἱ ἐκλεκτικοί, die Eklektiker, Philosophen, welche aus verschiedenen anderen Sekten einzelne Lehrsätze auswählten u. annahmen, D. L. prooem. 21 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς τὸ ἐκλέγειν, ὁ ἐκλέγων, Δον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, ἐν τέλει: - οἱ Ἐκλεκτικοί, φιλόσοφοι, οἵτινες ἐξ ἑκάστης φιλοσοφικῆς αἱρέσεως ἐξέλεγον καὶ παρελάμβανον ὅσα δόγματα ἐνόμιζον ὡς ὀρθά, ἴδε Διογ. Λ. προίμ. 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκλεκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ικανότητα να εκλέγει σωστά
2. ο δύσκολος στην εκλογή, αυτός που δυσκολεύεται να εκλέξει
3. το αρσ. ως ουσ. οι Εκλεκτικοί
οι οπαδοί του εκλεκτικισμού, οι φιλόσοφοι που συνθέτουν δικό τους σύστημα με αρχές και μεθόδους από διάφορα συστήματα
νεοελλ.
1. φρ. «εκλεκτική φιλοσοφία» — ο εκλεκτικισμός
2. «εκλεκτικές συγγένειες»
α) φυσικοχημική έλξη ορισμένων χημικών ουσιών προς κάποιο κυτταρικό στοιχείο
β) τίτλος μυθιστορήματος του Γκαίτε
γ) αυθόρμητη σύγκλιση τελείως διαφορετικών, φαινομενικά τουλάχιστον, κομμάτων ή απόψεων σε ορισμένα θέματα
3. (για ψηφοφόρο) αυτός που εκλέγει και ψηφίζει προσωπικότητες ανεξαρτήτως κόμματος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλεκτικός: ὁ филос. эклектик Diog. L.