αἰθρία: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ai)qri/a
|Beta Code=ai)qri/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[αἴθρη]], first in <span class="bibl">Sol. 13.22</span>, then in Ion. Prose, Com., X., and Arist.: ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης <span class="bibl">Hdt. 7.188</span>; ἐξ αἰθρίας ἀστράψω <span class="bibl">Cratin.53</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.3.86</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.1.31</span>; <b class="b3">αἰθρίας οὔσης</b> [[in clear weather]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>342a12</span>; [[αἰθρίης]] or <b class="b3">-ίας</b> abs., <span class="bibl">Hdt.7.37</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span> 371</span>; τῆς αἰθρίας <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>939b15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> esp. [[the clear cold air]] of night, <span class="bibl">Hdt.2.68</span>, cf. Hp. <b class="b2">Aët</b>.8. [ῐ in penultimate exc. in dact. and anap., Sol. [[l.c.]], Ar. [[l.c.]]]</span>
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[αἴθρη]], first in <span class="bibl">Sol. 13.22</span>, then in Ion. Prose, Com., X., and Arist.: ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης <span class="bibl">Hdt. 7.188</span>; ἐξ αἰθρίας ἀστράψω <span class="bibl">Cratin.53</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.3.86</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.1.31</span>; <b class="b3">αἰθρίας οὔσης</b> [[in clear weather]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>342a12</span>; [[αἰθρίης]] or <b class="b3">-ίας</b> abs., <span class="bibl">Hdt.7.37</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span> 371</span>; τῆς αἰθρίας <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>939b15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> esp. [[the clear cold air]] of night, <span class="bibl">Hdt.2.68</span>, cf. Hp. <b class="b2">Aët</b>.8. [ῐ in penultimate exc. in dact. and anap., Sol. [[l.c.]], Ar. [[l.c.]]]</span>
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> air pur, ciel serein;<br /><b>2</b> air libre : ὑπὸ τῆς αἰθρίας XÉN en plein air ; [[ἐν]] [[τῇ]] αἰθρίῃ <i>(ion.)</i> HDT à l'air libre, <i>càd</i> à terre, <i>p. opp. à</i> [[ἐν]] ὕδατι.<br />'''Étymologie:''' [[αἴθριος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰθρία''': Ἰων, -ίη, ἡ, πεζὸς [[τύπος]] τοῦ ποιητ. [[αἴθρη]], κατὰ πρῶτον [[ὅμως]] ἐν χρήσει παρὰ Σόλωνι, 13. 22· ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης, Ἡρ. 7. 188· ἐξ αἰθρίας ἀστράψω, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι», 4· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31· αἰθρίας οὕσης = ἐν καιρῷ ἀνεφέλῳ, per purum, ἀντίθετον τῷ [[ὅταν]] ἐπινέφελον ᾖ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 11, καὶ ἀλλ.· οὕτω καὶ αἰθρίης ἢ -ίας μόνον, Ἡρόδ. 7. 37. Ἀριστοφ. Νεφ. 371· τῆς αἰθρίας, Ἀριστ. Προβλ. 25. 18. ΙΙ. ὁ καθαρὸς [[οὐρανός]], ὑπὸ τῆς αἰθρίας = ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. sub dio, Ξεν. Ἀν. 4, 4, 14. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ καθαροῦ καὶ ψυχροῦ ἀέρος τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 68· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 285. [ῐ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἐκτὸς ἐν δακτυλικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς μέτροις, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 371· πρβλ. Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2 σ. 34.]
|lstext='''αἰθρία''': Ἰων, -ίη, ἡ, πεζὸς [[τύπος]] τοῦ ποιητ. [[αἴθρη]], κατὰ πρῶτον [[ὅμως]] ἐν χρήσει παρὰ Σόλωνι, 13. 22· ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης, Ἡρ. 7. 188· ἐξ αἰθρίας ἀστράψω, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι», 4· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31· αἰθρίας οὕσης = ἐν καιρῷ ἀνεφέλῳ, per purum, ἀντίθετον τῷ [[ὅταν]] ἐπινέφελον ᾖ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 11, καὶ ἀλλ.· οὕτω καὶ αἰθρίης ἢ -ίας μόνον, Ἡρόδ. 7. 37. Ἀριστοφ. Νεφ. 371· τῆς αἰθρίας, Ἀριστ. Προβλ. 25. 18. ΙΙ. ὁ καθαρὸς [[οὐρανός]], ὑπὸ τῆς αἰθρίας = ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. sub dio, Ξεν. Ἀν. 4, 4, 14. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ καθαροῦ καὶ ψυχροῦ ἀέρος τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 68· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 285. [ῐ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἐκτὸς ἐν δακτυλικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς μέτροις, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 371· πρβλ. Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2 σ. 34.]
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> air pur, ciel serein;<br /><b>2</b> air libre : ὑπὸ τῆς αἰθρίας XÉN en plein air ; [[ἐν]] [[τῇ]] αἰθρίῃ <i>(ion.)</i> HDT à l'air libre, <i>càd</i> à terre, <i>p. opp. à</i> [[ἐν]] ὕδατι.<br />'''Étymologie:''' [[αἴθριος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθρία Medium diacritics: αἰθρία Low diacritics: αιθρία Capitals: ΑΙΘΡΙΑ
Transliteration A: aithría Transliteration B: aithria Transliteration C: aithria Beta Code: ai)qri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A = αἴθρη, first in Sol. 13.22, then in Ion. Prose, Com., X., and Arist.: ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης Hdt. 7.188; ἐξ αἰθρίας ἀστράψω Cratin.53, cf. Hdt.3.86, X.HG7.1.31; αἰθρίας οὔσης in clear weather, Arist. Mete.342a12; αἰθρίης or -ίας abs., Hdt.7.37, Ar.Nu. 371; τῆς αἰθρίας Arist.Pr.939b15. 2 esp. the clear cold air of night, Hdt.2.68, cf. Hp. Aët.8. [ῐ in penultimate exc. in dact. and anap., Sol. l.c., Ar. l.c.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 air pur, ciel serein;
2 air libre : ὑπὸ τῆς αἰθρίας XÉN en plein air ; ἐν τῇ αἰθρίῃ (ion.) HDT à l'air libre, càd à terre, p. opp. à ἐν ὕδατι.
Étymologie: αἴθριος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθρία: Ἰων, -ίη, ἡ, πεζὸς τύπος τοῦ ποιητ. αἴθρη, κατὰ πρῶτον ὅμως ἐν χρήσει παρὰ Σόλωνι, 13. 22· ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης, Ἡρ. 7. 188· ἐξ αἰθρίας ἀστράψω, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι», 4· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31· αἰθρίας οὕσης = ἐν καιρῷ ἀνεφέλῳ, per purum, ἀντίθετον τῷ ὅταν ἐπινέφελον ᾖ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 11, καὶ ἀλλ.· οὕτω καὶ αἰθρίης ἢ -ίας μόνον, Ἡρόδ. 7. 37. Ἀριστοφ. Νεφ. 371· τῆς αἰθρίας, Ἀριστ. Προβλ. 25. 18. ΙΙ. ὁ καθαρὸς οὐρανός, ὑπὸ τῆς αἰθρίας = ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. sub dio, Ξεν. Ἀν. 4, 4, 14. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ καθαροῦ καὶ ψυχροῦ ἀέρος τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 68· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 285. [ῐ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἐκτὸς ἐν δακτυλικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς μέτροις, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 371· πρβλ. Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2 σ. 34.]

Greek Monotonic

αἰθρία: Ιων. -ίη, , μεταγεν. τύπος του ποιητ. αἴθρη, που απαντά αρχικά στον Σόλωνα κ.λπ.· αἰθρίης, Αττ. -ίας, σε καθαρό, ξάστερο καιρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ὑπὸτῆς αἰθρίας, στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο, Λατ. sub dio, σε Ξεν.
2. ο καθαρός και ψυχρός αέρας της νύχτας, σε Ηρόδ. ( στην παραλήγουσα εκτός από τα δακτυλικά και αναπαιστικά μέτρα).

Russian (Dvoretsky)

αἰθρία: ион. αἰθρίη
1) чистое (безоблачное) небо, ясная погода Her., Xen., Plut.: αἰθρίας Arph., τῆς αἰθρίας или αἰθρίας οὔσης Arst. в ясную погоду;
2) вольный воздух: ἐν τῇ αἰθρίῃ Her. и ὑπὸ τῆς αἰθρίας Xen. на открытом воздухе.

Middle Liddell

later form of αἴθρη, Solon, etc.]
1. αἰθρίης, attic -ίας, in clear weather, Hdt., Ar.; ὑπὸ τῆς αἰθρίας in the open air, Lat. sub dio, Xen.
2. the clear cold air of night, Hdt. [ῑ in dactylics and anapaestics.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθρία -ας, ἡ, Ion. αἰθρίη αἰθήρ
1. heldere hemel; idiom. gen. v. omstandigheid:. αἰθρίας (οὔσης) bij heldere hemel.
2. open lucht.

English (Woodhouse)

blue sky, clear sky, clear weather, cloudless sky, unclouded sky

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)