διαβιβρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. 3<sup>a</sup> plu. [[διέβρον]] Call.<i>SHell</i>.259.31]<br />[[devorar]], [[corroer]], [[consumir]] ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ] ε κακοὶ κίβισίν τε [[διέβρον]] royeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón</i> Call.l.c., ἡ τῆς θαλάττης [[ἅλμη]] διαβιβρώσκουσα τὰς πέτρας Phlp.<i>in de An</i>.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas. τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμης Thphr.<i>HP</i> 4.6.10, ὑπὸ ... τῶν κοράκων διαβεβρωμένην <i>PEnteux</i>.70.8 (III a.C.), δακτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένην <i>ID</i> 1417B.2.43 (II a.C.), (φιάλη) διαβεβρωμένη <i>ID</i> 1441A.1.47 (II a.C.), τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένον <i>ID</i> 1450A.2.52 (II a.C.), ὕλης διαβιβρωσκομένης I.<i>BI</i> 5.471, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο a no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros)</i>, Luc.<i>Ind</i>.1<br /><b class="num">•</b>frec. en medic. [[corroer]], [[erosionar]] τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστιν Gal.3.384, μέλαινα ... χολή, [[δακνώδης]] μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... [[δέρμα]] Gal.7.726, cf. Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas. ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Hp.<i>Morb</i>.2.24, κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ Hp.<i>Fist</i>.3, πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι antes de que la fístula se haya corroído</i> Hp.<i>Fist</i>.4, cf. Gal.13.655, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι por estar totalmente corroída (la carne más vieja)</i>, Pl.<i>Ti</i>.83a, ἡ κιονὶς διεβρώθη Aret.<i>CA</i> 1.9.3<br /><b class="num">•</b>fig., c. compl. de abstr. τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπου Clem.Al.<i>Paed</i>.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas. διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶν son devorados por ellos (los secretos)</i>, Plu.2.508d.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. 3<sup>a</sup> plu. [[διέβρον]] Call.<i>SHell</i>.259.31]<br />[[devorar]], [[corroer]], [[consumir]] ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ] ε κακοὶ κίβισίν τε [[διέβρον]] royeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón</i> Call.l.c., ἡ τῆς θαλάττης [[ἅλμη]] διαβιβρώσκουσα τὰς πέτρας Phlp.<i>in de An</i>.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas. τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμης Thphr.<i>HP</i> 4.6.10, ὑπὸ ... τῶν κοράκων διαβεβρωμένην <i>PEnteux</i>.70.8 (III a.C.), δακτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένην <i>ID</i> 1417B.2.43 (II a.C.), (φιάλη) διαβεβρωμένη <i>ID</i> 1441A.1.47 (II a.C.), τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένον <i>ID</i> 1450A.2.52 (II a.C.), ὕλης διαβιβρωσκομένης I.<i>BI</i> 5.471, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο a no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros)</i>, Luc.<i>Ind</i>.1<br /><b class="num">•</b>frec. en medic. [[corroer]], [[erosionar]] τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστιν Gal.3.384, μέλαινα ... χολή, [[δακνώδης]] μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... [[δέρμα]] Gal.7.726, cf. Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas. ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Hp.<i>Morb</i>.2.24, κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ Hp.<i>Fist</i>.3, πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι antes de que la fístula se haya corroído</i> Hp.<i>Fist</i>.4, cf. Gal.13.655, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι por estar totalmente corroída (la carne más vieja)</i>, Pl.<i>Ti</i>.83a, ἡ κιονὶς διεβρώθη Aret.<i>CA</i> 1.9.3<br /><b class="num">•</b>fig., c. compl. de abstr. τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπου Clem.Al.<i>Paed</i>.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas. διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶν son devorados por ellos (los secretos)</i>, Plu.2.508d.
}}
{{bailly
|btext=manger entièrement, dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβιβρώσκω''': μέλλ.-βρώσομαι, παθ. πρκμ. -βέβρωμαι: - [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], Ἱππ. 469. 14, Πλάτ. Τιμ. 83Α. - Παθ., διαβεβρῶσθαι Λουκ. Ἀπαιδ. 1.
|lstext='''διαβιβρώσκω''': μέλλ.-βρώσομαι, παθ. πρκμ. -βέβρωμαι: - [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], Ἱππ. 469. 14, Πλάτ. Τιμ. 83Α. - Παθ., διαβεβρῶσθαι Λουκ. Ἀπαιδ. 1.
}}
{{bailly
|btext=manger entièrement, dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβιβρώσκω Medium diacritics: διαβιβρώσκω Low diacritics: διαβιβρώσκω Capitals: ΔΙΑΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: diabibrṓskō Transliteration B: diabibrōskō Transliteration C: diavivrosko Beta Code: diabibrw/skw

English (LSJ)

Gal.13.553: fut. Pass. -βρωθήσομαι ib.466: mostly in pf. Pass. -βέβρωμαι:—eat up, consume, corrode, Hp.Morb.2.24, Pl.Ti.83a, etc., Luc.Ind.1: metaph., διαβιβρώσκονται ὑπὸ [λόγων] Plu.2.508d; ψυχὴ-βεβρωμένη Max.Tyr.6.7.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. 3a plu. διέβρον Call.SHell.259.31]
devorar, corroer, consumir ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ] ε κακοὶ κίβισίν τε διέβρον royeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón Call.l.c., ἡ τῆς θαλάττης ἅλμη διαβιβρώσκουσα τὰς πέτρας Phlp.in de An.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas. τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμης Thphr.HP 4.6.10, ὑπὸ ... τῶν κοράκων διαβεβρωμένην PEnteux.70.8 (III a.C.), δακτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένην ID 1417B.2.43 (II a.C.), (φιάλη) διαβεβρωμένη ID 1441A.1.47 (II a.C.), τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένον ID 1450A.2.52 (II a.C.), ὕλης διαβιβρωσκομένης I.BI 5.471, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο a no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros), Luc.Ind.1
frec. en medic. corroer, erosionar τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστιν Gal.3.384, μέλαινα ... χολή, δακνώδης μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... δέρμα Gal.7.726, cf. Alex.Aphr.Pr.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas. ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Hp.Morb.2.24, κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ Hp.Fist.3, πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι antes de que la fístula se haya corroído Hp.Fist.4, cf. Gal.13.655, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι por estar totalmente corroída (la carne más vieja), Pl.Ti.83a, ἡ κιονὶς διεβρώθη Aret.CA 1.9.3
fig., c. compl. de abstr. τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπου Clem.Al.Paed.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas. διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶν son devorados por ellos (los secretos), Plu.2.508d.

French (Bailly abrégé)

manger entièrement, dévorer.
Étymologie: διά, βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

διαβιβρώσκω: μέλλ.-βρώσομαι, παθ. πρκμ. -βέβρωμαι: - κατατρώγω, καταναλίσκω, Ἱππ. 469. 14, Πλάτ. Τιμ. 83Α. - Παθ., διαβεβρῶσθαι Λουκ. Ἀπαιδ. 1.

Greek Monolingual

(AM διαβιβρώσκω)
φθείρω κάτι τελείως σιγά σιγά
νεοελλ.
κατατρώγω.

Greek Monotonic

διαβιβρώσκω: μέλ. -βρώσομαι, Παθ. παρακ. -βέβρωμαι· κατατρώω, καταβροχθίζω, καταναλώνω, φθείρω, αφανίζω, σε Πλάτ. — Παθ. παρακ. διαβέβρωσθαι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαβιβρώσκω:
1) разъедать (πάντῃ διαβεβρῶσθαι Plat.; γαγγραίναις διαβρωθείς Plut.);
2) перегрызать (τοῖς ὀδοῦσι τοὺς δεσμούς Plut.).

Middle Liddell

fut. -βρώσομαι perf. pass. -βέβρωμαι
to eat up, Plat.:—Pass., perf. inf. διαβεβρῶσθαι Luc.