Κυπρογενής: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*kuprogenh/s | |Beta Code=*kuprogenh/s | ||
|Definition=ές, (γενέσθαι) [[Cyprus-born]], K. Κυθέρεια <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>10.1</span>: standing alone, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>199</span> (acc. -[[γενέα]] (prob.)), <span class="bibl">Sol.26</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 10(11).105</span>, etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>551</span>; K. θεά <span class="bibl">Panyas.13.3</span>: abs., <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.216</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Art.</span>28</span>:—Aeol. Κυπρογένηα <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>14.8</span>, <span class="bibl">Alc.60</span>, <span class="bibl">Theoc.30.31</span>. | |Definition=ές, (γενέσθαι) [[Cyprus-born]], K. Κυθέρεια <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>10.1</span>: standing alone, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>199</span> (acc. -[[γενέα]] (prob.)), <span class="bibl">Sol.26</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 10(11).105</span>, etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>551</span>; K. θεά <span class="bibl">Panyas.13.3</span>: abs., <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.216</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Art.</span>28</span>:—Aeol. Κυπρογένηα <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>14.8</span>, <span class="bibl">Alc.60</span>, <span class="bibl">Theoc.30.31</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />né à Chypre.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κυπρογενής''': -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.· ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. [[Ἀφροδίτη]] Ἀριστοφ. Λυσ. 551· Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28· Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199. | |lstext='''Κυπρογενής''': -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.· ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. [[Ἀφροδίτη]] Ἀριστοφ. Λυσ. 551· Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28· Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι) Cyprus-born, K. Κυθέρεια h.Hom.10.1: standing alone, Hes.Th.199 (acc. -γενέα (prob.)), Sol.26, Pi.O. 10(11).105, etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη Ar.Lys.551; K. θεά Panyas.13.3: abs., Pi.P.4.216, Plu.Art.28:—Aeol. Κυπρογένηα Sapph.Supp.14.8, Alc.60, Theoc.30.31.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né à Chypre.
Étymologie: Κύπρος, γίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
Κυπρογενής: -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.· ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. Ἀφροδίτη Ἀριστοφ. Λυσ. 551· Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28· Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199.
English (Slater)
Κυπρογενής,-γένεια pro subs.,
1 the Cyprusborn, Aphrodite. πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.216) σὺν Κυπρογενεῖ (O. 10.105)
Greek Monotonic
Κυπρογενής: -ές (γίγνομαι), γεννημένος στην Κύπρο, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· θηλ. Κυπρο-γένεια, ἡ, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Κυπρογενής: рожденная на Кипре (эпитет Афродиты) HH, Hes., Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Κυπρογενής -ές [Κύπρος, γίγνομαι] geboren op Cyprus.
Middle Liddell
Κυπρο-γενής, ές γίγνομαι
Cyprus-born, of Aphrodite, Hhymn., etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Pind.