διττός: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0644.png Seite 644]] att. = [[δισσός]]. Ebenso διττάκις u. ä. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0644.png Seite 644]] att. = [[δισσός]]. Ebenso διττάκις u. ä. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[δισσός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διττός''': κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-. | |lstext='''διττός''': κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 19:45, 1 October 2022
English (LSJ)
v. δισσός.
Spanish (DGE)
v. δισσός.
German (Pape)
[Seite 644] att. = δισσός. Ebenso διττάκις u. ä.
French (Bailly abrégé)
att. c. δισσός.
Greek (Liddell-Scott)
διττός: κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.
Greek Monolingual
και δισσός, -ή, -ό (AM διττός και δισσός, -ή, -όν)
1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη
2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές
3. διφορούμενος, ασαφής
αρχ.
1. στον πληθ. δύο
2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, διπλός
3. αυτός που διαφωνεί
4. το ουδ. ως ουσ. το διττόν, -σσόν
ασάφεια, αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διχ- του δίχα. Ο τ. διττός είναι της αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. αρχ. δισσάκις, δισσαχῄ, δισσαχού.
ΣΥΝΘ. δισσογραφία, δισσολογία
αρχ.
δισσάρχης, δισσόγλωσσος, δισσογονώ, δισσογραφούμαι, δισσόπους, δισσότοκος, δισσοτόκος, δισσοφυής
αρχ.-μσν.
δισσολογώ
νεοελλ.
διττάγκιστρο, διττόκλιτος].
Greek Monotonic
διττός: Αττ. αντί δισσός.