καθικετεύω: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] verstärktes simplex; σιγήσομαι ἅ μου καθικετεύσατε Eur. Hel. 1024; τινά, anflehen, Ath. VII, 283 f; τινί, ἀπικομένῃ τῇ μητρὶ κατικέτευε Her. 6, 68. – Med. in derselben Bdtg, Eur. Or. 324. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] verstärktes simplex; σιγήσομαι ἅ μου καθικετεύσατε Eur. Hel. 1024; τινά, anflehen, Ath. VII, 283 f; τινί, ἀπικομένῃ τῇ μητρὶ κατικέτευε Her. 6, 68. – Med. in derselben Bdtg, Eur. Or. 324. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=supplier : τινι qqn ; τινα avec l'inf. supplier qqn de.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱκετεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθικετεύω''': Ἰων. [[κατικετεύω]], ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[ἱκετεύω]], αἰτοῦμαί τι ἱκετευτικῶς, ἅ μου καθικετεύσατ’ Εὐριπ. Ἑλ. 1018. 2) ἐνθέρμως παρακαλῶ, [[ἱκετεύω]], κατικ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 68· πολλὰ καθ. τινὰ Ἡλιόδ. 6. 14· τινά, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 324. | |lstext='''καθικετεύω''': Ἰων. [[κατικετεύω]], ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[ἱκετεύω]], αἰτοῦμαί τι ἱκετευτικῶς, ἅ μου καθικετεύσατ’ Εὐριπ. Ἑλ. 1018. 2) ἐνθέρμως παρακαλῶ, [[ἱκετεύω]], κατικ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 68· πολλὰ καθ. τινὰ Ἡλιόδ. 6. 14· τινά, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 324. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 1 October 2022
English (LSJ)
Ion. κατ-, strengthened for ἱκετεύω, entreat earnestly, κατικ. τινί Hdt.6.68; πολλὰ κ. τινά Hld.6.14; τινα c. inf., Plu.Cat. Mi.32, cf. Parth.5.2, Ph.2.384:—also in Med., E.Or.324 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1286] verstärktes simplex; σιγήσομαι ἅ μου καθικετεύσατε Eur. Hel. 1024; τινά, anflehen, Ath. VII, 283 f; τινί, ἀπικομένῃ τῇ μητρὶ κατικέτευε Her. 6, 68. – Med. in derselben Bdtg, Eur. Or. 324.
French (Bailly abrégé)
supplier : τινι qqn ; τινα avec l'inf. supplier qqn de.
Étymologie: κατά, ἱκετεύω.
Greek (Liddell-Scott)
καθικετεύω: Ἰων. κατικετεύω, ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἱκετεύω, αἰτοῦμαί τι ἱκετευτικῶς, ἅ μου καθικετεύσατ’ Εὐριπ. Ἑλ. 1018. 2) ἐνθέρμως παρακαλῶ, ἱκετεύω, κατικ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 68· πολλὰ καθ. τινὰ Ἡλιόδ. 6. 14· τινά, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 324.
Greek Monolingual
(AM καθικετεύω, Α ιων. τ. κατικετεύω)
(ενεργ. και μέσ.) ικετεύω κάποιον υπερβολικά, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ, ζητώ κάτι ικετευτικά (α. «διὸ καὶ τὸν Κάτωνα πολλὰ μὲν αἱ γυναῑκες οἴκοι δακρύουσαι καθικέτευον», Πλούτ.
β. «καθικετεύων, ἐξαιτῶν, παρακαλῶν ὁ τάλας», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱκετεύω (< ἱκέτης)].
Greek Monotonic
καθικετεύω: Ιων. κατ-· μέλ. -σω,
1. ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμά, σε Ευρ.
2. προσφέρω θερμές ικεσίες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῐκετεύω: ион. κᾰτικετεύω тж. med. усиленно просить, упрашивать, умолять (τινί Her.; τί τινος Eur.; τινά τι ποιεῖν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθικετεύω [κατά, ἱκετεύω] Ion. imperf. κατικέτευε, dringend smeken, met dat.:; τῇ μητρί... κατικέτευε hij sprak smekend tot zijn moeder Hdt. 6.68.1; met acc. en inf.:; Κάτωνα … καθικέτευον εἶξαι zij smeekten Cato toe te geven Plut. CMi. 32.7; ook med.
Middle Liddell
ionic κατ- fut. σω
1. to beg earnestly, Eur.
2. to offer earnest prayers, Hdt.