οἴ: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=oi)/ | |Beta Code=oi)/ | ||
|Definition=[[exclamation]] of [[pain]], [[grief]], [[pity]], [[astonishment]],<br><span class="bld">A</span> [[ah]]! [[woe]]! sometimes with nom., οἲ' γώ S.Aj.803, El.674, 1115: mostly c. dat. (cf. [[οἴμοι]]): c. acc., οἲ ἐμὲ δειλήν AP9.408 (Apollonid. or Antip.), cf. IG14.1971.5: also [[οἰοῖ]], [[οἰοιοῖ]], A.D.Adv.177.4, cf. A.Eu.841, Supp.876, Pers.955 (all lyr.), etc.: Ion. [[ὀΐ]] as [[exclamation]] of fear, Ar.Pax933. | |Definition=[[exclamation]] of [[pain]], [[grief]], [[pity]], [[astonishment]],<br><span class="bld">A</span> [[ah]]! [[woe]]! sometimes with nom., οἲ' γώ S.Aj.803, El.674, 1115: mostly c. dat. (cf. [[οἴμοι]]): c. acc., οἲ ἐμὲ δειλήν AP9.408 (Apollonid. or Antip.), cf. IG14.1971.5: also [[οἰοῖ]], [[οἰοιοῖ]], A.D.Adv.177.4, cf. A.Eu.841, Supp.876, Pers.955 (all lyr.), etc.: Ion. [[ὀΐ]] as [[exclamation]] of fear, Ar.Pax933. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>interj. marquant la douleur, rar. la joie ou l'admiration</i>;<br />ah ! : οἲ [[ἐγώ]] ESCHL, [[οἴ]] μοι <i>ou mieux</i> [[οἴμοι]] <i>(v. ce mot)</i> hélas ! malheureux que je suis ! [[οἰοῖ]] <i>ou</i> [[οἰοῖ]] [[οἰοῖ]], hélas ! hélas !. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἴ''': [[ἐπιφώνημα]] ἄλγους, λύπης, οἴκτου, ἐκπλήξεως, ἄχ! Λατιν. heu! vae! [[ἐνίοτε]] μετ’ ὀνομ., οἴ ’γώ, Σοφ. Αἴ. 803, Ἠλ. 674, 1115· οἴ .. μῆτερ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 565. 5· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ἴδε ἐν λ. [[οἴμοι]]· μετ’ αἰτ. οἴ ἐμὲ δειλὴν Ἀνθ. Π. 9. 408· - Συχνάκις διπλασιάζεται καὶ τριπλασιάζεται, ὅτε ἔπρεπε νὰ φέρηται, οἰοῖ, οἰοιοῖ, κατὰ τοὺς παλαιοὺς γραμμ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν Τραγ. καὶ Κωμ. φέρεται συνεχῶς οἲ οἴ, οἲ οἲ οἴ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 258. (Ἐκ τοῦ οἲ παράγονται αἱ λέξεις οἴζω, [[ὀϊζύς]], [[ὀϊζυρός]], [[οἶτος]], [[οἶκτος]], [[οἰκτρός]]). | |lstext='''οἴ''': [[ἐπιφώνημα]] ἄλγους, λύπης, οἴκτου, ἐκπλήξεως, ἄχ! Λατιν. heu! vae! [[ἐνίοτε]] μετ’ ὀνομ., οἴ ’γώ, Σοφ. Αἴ. 803, Ἠλ. 674, 1115· οἴ .. μῆτερ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 565. 5· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ἴδε ἐν λ. [[οἴμοι]]· μετ’ αἰτ. οἴ ἐμὲ δειλὴν Ἀνθ. Π. 9. 408· - Συχνάκις διπλασιάζεται καὶ τριπλασιάζεται, ὅτε ἔπρεπε νὰ φέρηται, οἰοῖ, οἰοιοῖ, κατὰ τοὺς παλαιοὺς γραμμ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν Τραγ. καὶ Κωμ. φέρεται συνεχῶς οἲ οἴ, οἲ οἲ οἴ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 258. (Ἐκ τοῦ οἲ παράγονται αἱ λέξεις οἴζω, [[ὀϊζύς]], [[ὀϊζυρός]], [[οἶτος]], [[οἶκτος]], [[οἰκτρός]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:41, 1 October 2022
English (LSJ)
exclamation of pain, grief, pity, astonishment,
A ah! woe! sometimes with nom., οἲ' γώ S.Aj.803, El.674, 1115: mostly c. dat. (cf. οἴμοι): c. acc., οἲ ἐμὲ δειλήν AP9.408 (Apollonid. or Antip.), cf. IG14.1971.5: also οἰοῖ, οἰοιοῖ, A.D.Adv.177.4, cf. A.Eu.841, Supp.876, Pers.955 (all lyr.), etc.: Ion. ὀΐ as exclamation of fear, Ar.Pax933.
French (Bailly abrégé)
interj. marquant la douleur, rar. la joie ou l'admiration;
ah ! : οἲ ἐγώ ESCHL, οἴ μοι ou mieux οἴμοι (v. ce mot) hélas ! malheureux que je suis ! οἰοῖ ou οἰοῖ οἰοῖ, hélas ! hélas !.
Greek (Liddell-Scott)
οἴ: ἐπιφώνημα ἄλγους, λύπης, οἴκτου, ἐκπλήξεως, ἄχ! Λατιν. heu! vae! ἐνίοτε μετ’ ὀνομ., οἴ ’γώ, Σοφ. Αἴ. 803, Ἠλ. 674, 1115· οἴ .. μῆτερ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 565. 5· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ἴδε ἐν λ. οἴμοι· μετ’ αἰτ. οἴ ἐμὲ δειλὴν Ἀνθ. Π. 9. 408· - Συχνάκις διπλασιάζεται καὶ τριπλασιάζεται, ὅτε ἔπρεπε νὰ φέρηται, οἰοῖ, οἰοιοῖ, κατὰ τοὺς παλαιοὺς γραμμ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν Τραγ. καὶ Κωμ. φέρεται συνεχῶς οἲ οἴ, οἲ οἲ οἴ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 258. (Ἐκ τοῦ οἲ παράγονται αἱ λέξεις οἴζω, ὀϊζύς, ὀϊζυρός, οἶτος, οἶκτος, οἰκτρός).
Greek Monotonic
οἴ: επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. heu! vae!, μερικές φορές με ονομ., οἴ 'γώ, σε Σοφ.· κυρίως με δοτ., βλ. οἴμοι· με αιτ., οἲ ἐμὲ δειλήν, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οἴ: (тж. οἰοῖ, οἰοῖ οἰοῖ и οἰοιοῖ) interj. ой!, увы!, о горе!: οἲ ἐγώ! Trag. и οἴ μοι (οἴμοι)! и οἲ ἐμέ! Anth. о горе мне!
Frisk Etymological English
Grammatical information: excl.
Meaning: onomatop. expressing pain, suffering (trag.).
Other forms: ὀί acc. to Ar. Pax 933.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations].
Etymology: Cf. ὀιζύς, οἴμοι.
Middle Liddell
exclamation of pain, grief, pity, astonishment, ah! woe! Lat. heu! vae! sometimes with nom., οἲ 'γώ Soph.; mostly c. dat., v. οἴμοι; c. acc., οἲ ἐμὲ δειλήν Anth.