λάθρα: Difference between revisions
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0006.png Seite 6]] τά, nach Hesych. bei den Eleern = δίκαι. = Folgdm, H. h. Cer. 240, l. d.; vgl. Eur. Danae prol. 28 u. Ellendt Lexik. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0006.png Seite 6]] τά, nach Hesych. bei den Eleern = δίκαι. = Folgdm, H. h. Cer. 240, l. d.; vgl. Eur. Danae prol. 28 u. Ellendt Lexik. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[λάθρᾳ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάθρα''': λάθρᾳ, ἴδε ἐν λέξ. λάθρη. | |lstext='''λάθρα''': λάθρᾳ, ἴδε ἐν λέξ. λάθρη. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 21:53, 1 October 2022
English (LSJ)
αἱ δίκαι (Elean), Hsch. λάθρα, λάθρᾳ, v. λάθρῃ.
German (Pape)
[Seite 6] τά, nach Hesych. bei den Eleern = δίκαι. = Folgdm, H. h. Cer. 240, l. d.; vgl. Eur. Danae prol. 28 u. Ellendt Lexik.
French (Bailly abrégé)
v. λάθρᾳ.
Greek (Liddell-Scott)
λάθρα: λάθρᾳ, ἴδε ἐν λέξ. λάθρη.
English (Strong)
adverb from λανθάνω; privately: privily, secretly.
Greek Monolingual
(I)
(Α λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη)
επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ
β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ύπουλα, προδοτικά
2. ανεπαίσθητα, ελαφρά
3. φρ. «λάθρῃ τινός» — εν αγνοίᾳ κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. οργανική πτώση με επιρρμ. χρήση
λάθ-ρα < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + -ρα που ανάγεται πιθ. στο επίθημα -ra, το οποίο απαντά στην αρχ. ινδ. (πρβλ. cvitrā- «λευκός», βλ. και αργι-). Η υπογεγραμμένη του τ. λάθρα δεν δικαιολογείται από την οργανική πτώση, αλλά είναι πιθ. επίδραση δοτικής πτώσης].
(II)
λάθρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἱ δίκαι».
Greek Monotonic
English (Woodhouse)
imperceptibly, secretly, unconsciously, unknowingly, unnoticed, by stealth, on the sly, unknown to, unobserved by, unperceived by, unseen by, without the knowledge of