κορδακικός: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kordakiko/s | |Beta Code=kordakiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[like the]] [[κόρδαξ]]: hence, of metrical sound, [[tripping]], [[running]], <b class="b3">ῥυθμὸς κ</b>., of trochaic metres, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1408b36</span> (Comp.), cf. <span class="bibl">Cic.<span class="title">Orat.</span>57.193</span>. | |Definition=ή, όν, [[like the]] [[κόρδαξ]]: hence, of metrical sound, [[tripping]], [[running]], <b class="b3">ῥυθμὸς κ</b>., of trochaic metres, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1408b36</span> (Comp.), cf. <span class="bibl">Cic.<span class="title">Orat.</span>57.193</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>seul. Cp.</i><br />qui concerne la danse [[κόρδαξ]], propre à cette danse;<br /><i>Cp.</i> κορδακικώτερος. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορδᾱκικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· [[ὅθεν]] ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88. | |lstext='''κορδᾱκικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· [[ὅθεν]] ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, like the κόρδαξ: hence, of metrical sound, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.Rh. 1408b36 (Comp.), cf. Cic.Orat.57.193.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
seul. Cp.
qui concerne la danse κόρδαξ, propre à cette danse;
Cp. κορδακικώτερος.
Greek (Liddell-Scott)
κορδᾱκικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· ὅθεν ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88.
Greek Monolingual
κορδακικός, -ή, -όν (Α) κόρδαξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα
2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῖον κορδακικώτερον», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
κορδᾱκικός: -ή, -όν, όπως ο χορός κόρδαξ· απ' όπου, ανάλαφρος, πεταχτός, τρεχαλητός, ῥυθμὸς κ., λέγεται για τα τροχαϊκά μέτρα, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.
Russian (Dvoretsky)
κορδᾱκικός: свойственный пляске κόρδαξ (ὁ τροχαῖος Arst.).
Middle Liddell
κορδᾱκικός, ή, όν
like the dance κόρδαξ; hence, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.