μακαρίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=makari/ths
|Beta Code=makari/ths
|Definition=[ῑ], ου, Dor. [[μακαρίτας|μακαρίτᾱς]], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> like [[μάκαρ]] ''III'', [[one blessed]], i.e. [[dead]], especially of one [[lately dead]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>633</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 488.10</span>, <span class="bibl">Men.1032</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>447.1</span> (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, <span class="bibl">Ath.3.113e</span>; <b class="b3">ὁ μ. σου πατήρ</b> your [[late]] father, <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMeretr.</span>6.1</span>, etc.:—fem. μᾰκᾰρ-ῖτις, ιδος, <span class="bibl">Theoc.2.70</span>, <span class="bibl">Herod.6.55</span>; ἡ μ. μου γυνή <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as adjective, <b class="b3">μ. βίος</b>, with a play on ''1'', <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>555</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, Dor. [[μακαρίτας|μακαρίτᾱς]], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> like [[μάκαρ]] ''III'', [[one blessed]], i.e. [[dead]], especially of one [[lately dead]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>633</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 488.10</span>, <span class="bibl">Men.1032</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>447.1</span> (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, <span class="bibl">Ath.3.113e</span>; <b class="b3">ὁ μ. σου πατήρ</b> your [[late]] father, <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMeretr.</span>6.1</span>, etc.:—fem. μᾰκᾰρ-ῖτις, ιδος, <span class="bibl">Theoc.2.70</span>, <span class="bibl">Herod.6.55</span>; ἡ μ. μου γυνή <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as adjective, <b class="b3">μ. βίος</b>, with a play on ''1'', <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>555</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />bienheureux, fortuné;<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers., particul. d'un mort dont on parle avec respect</i> ὁ [[μακαρίτης]], <i>etc.</i> LUC le bienheureux tel;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> [[μακαρίτης]] [[βίος]] AR vie laborieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μάκαρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰκᾰρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ [[μάκαρ]] ΙΙΙ, ὁ [[μακάριος]] γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου [[πατήρ]], ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. [[βίος]], μετὰ διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst.
|lstext='''μᾰκᾰρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ [[μάκαρ]] ΙΙΙ, ὁ [[μακάριος]] γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου [[πατήρ]], ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. [[βίος]], μετὰ διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />bienheureux, fortuné;<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers., particul. d'un mort dont on parle avec respect</i> ὁ [[μακαρίτης]], <i>etc.</i> LUC le bienheureux tel;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> [[μακαρίτης]] [[βίος]] AR vie laborieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μάκαρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:46, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰρῑ́της Medium diacritics: μακαρίτης Low diacritics: μακαρίτης Capitals: ΜΑΚΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: makarítēs Transliteration B: makaritēs Transliteration C: makaritis Beta Code: makari/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. μακαρίτᾱς, ὁ, A like μάκαρ III, one blessed, i.e. dead, especially of one lately dead, A.Pers.633 (lyr.), Ar.Fr. 488.10, Men.1032, PCair.Zen.447.1 (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, Ath.3.113e; ὁ μ. σου πατήρ your late father, Luc. DMeretr.6.1, etc.:—fem. μᾰκᾰρ-ῖτις, ιδος, Theoc.2.70, Herod.6.55; ἡ μ. μου γυνή Luc.Philops.27. II as adjective, μ. βίος, with a play on 1, Ar.Pl.555.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
bienheureux, fortuné;
1 en parl. de pers., particul. d'un mort dont on parle avec respectμακαρίτης, etc. LUC le bienheureux tel;
2 en parl. de choses μακαρίτης βίος AR vie laborieuse.
Étymologie: μάκαρ.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ μάκαρ ΙΙΙ, ὁ μακάριος γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου πατήρ, ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. βίος, μετὰ διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, ἔνθα ἴδε Hemst.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)
1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής
2. μακάριος, ευτυχής
νεοελλ.
παροιμ. «στις εννιά του μακαρίτη μπήκε άλλος μέσ' στο σπίτι» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο πρέπει τον σύζυγό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάκαρ + επίθημα -ίτης (πρβλ. κεραμίτης, λιθίτης)].

Greek Monotonic

μᾰκᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, βλ. μάκαρ II.
I. καλότυχος, δηλ. πεθαμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως επίθ., μακαρίτης βίος, με διπλό νόημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰρίτης: ου (ῑ) adj. m μακάριος 3]
1) блаженной памяти, покойный, почивший Aesch., Plut.: ὁ μ. σου πατήρ Luc. твой покойный отец;
2) Arph. = μακαριστός.

Middle Liddell

μᾰκᾰρῑ́της, ου, ὁ,
I. like μάκαρ III, one blessed, i. e. dead, Aesch., etc.
II. as adj., μ. βίος, with a double meaning, Ar.