προσκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0768.png Seite 768]] noch dazu ausrüsten, einrichten; [[ἐμπόριον]], Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας [[ὄνειδος]] προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0768.png Seite 768]] noch dazu ausrüsten, einrichten; [[ἐμπόριον]], Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας [[ὄνειδος]] προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.
}}
{{bailly
|btext=préparer, construire, équiper <i>ou</i> instituer en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκατασκευάζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατασκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκατασκευάζω''': [[παρασκευάζω]] [[προσέτι]], [[ἐμπόριον]] Δημ. 467. 9· πύλας, τριήρεις Διόδ. 1. 1. 21, 43, κτλ.· δυνάστην πρ. τινά, [[καθίστημι]] τίνα, Πολύβ. 21. 9, 6. ― Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 11. ― Παθ., Δημ. 365. 25., 683. 23.
|lstext='''προσκατασκευάζω''': [[παρασκευάζω]] [[προσέτι]], [[ἐμπόριον]] Δημ. 467. 9· πύλας, τριήρεις Διόδ. 1. 1. 21, 43, κτλ.· δυνάστην πρ. τινά, [[καθίστημι]] τίνα, Πολύβ. 21. 9, 6. ― Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 11. ― Παθ., Δημ. 365. 25., 683. 23.
}}
{{bailly
|btext=préparer, construire, équiper <i>ou</i> instituer en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκατασκευάζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατασκευάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατασκευάζω Medium diacritics: προσκατασκευάζω Low diacritics: προσκατασκευάζω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: proskataskeuázō Transliteration B: proskataskeuazō Transliteration C: proskataskevazo Beta Code: proskataskeua/zw

English (LSJ)

A furnish or prepare besides, ἐμπόριον D.20.33; θησαυρόν another granary, PCair.Zen.509.9 (iii B.C.); πύλας, τριήρεις, D.S.11.21,43, etc.; δυνάστην π. τινά set him up besides, Plb.21.11.6; build in addition to or beside, οἰκήματα οἰκήμασι, πόλεις πόλεσι, J.AJ8.5.2, 8.6.1:—Med., procure for oneself, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Arist.Top.118a13; φρούριον J.AJ15.9.4:— Pass., ὄνειδος -σκευασθῆναι τῇ πόλει D.19.78, cf. 23.189, IG12(8).51.10 (Imbros, ii B.C.). II prove in addition, Alex.Aphr. in Metaph.260.32.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu ausrüsten, einrichten; ἐμπόριον, Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.

French (Bailly abrégé)

préparer, construire, équiper ou instituer en outre;
Moy. προσκατασκευάζομαι m. sign.
Étymologie: πρός, κατασκευάζω.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατασκευάζω: παρασκευάζω προσέτι, ἐμπόριον Δημ. 467. 9· πύλας, τριήρεις Διόδ. 1. 1. 21, 43, κτλ.· δυνάστην πρ. τινά, καθίστημι τίνα, Πολύβ. 21. 9, 6. ― Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 11. ― Παθ., Δημ. 365. 25., 683. 23.

Greek Monolingual

Α
1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ.
β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)
2. αποδεικνύω επιπροσθέτως
3. μέσ. προσκατασκευάζομαι
προμηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

προσκατασκευάζω: μέλ. -σω, παρασκευάζω, κατασκευάζω επιπλέον, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσκατασκευάζω:
1) сверх того устраивать, приготовлять (ἐμπόριον Dem.; τριήρεις Diod.);
2) сверх того назначать (δυνάστην τινά Polyb.);
3) присоединять, добавлять (τι πρός τι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κατασκευάζω erbij aanleggen, bovendien aanleggen:; γέφυραν een brug Plut. Them. 16.4; ook med..; ὁρμητήρι ( α ) uitvalsbases Dem. 19.326; pass., overdr.. καὶ ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει dat ten gevolge van zijn verdediging ook nog een smet op de stad is gelegd Dem. 19.78.

Middle Liddell

fut. σω
to furnish besides, Dem.