παραναδύομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d'auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραναδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2. | |lstext='''παραναδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:50, 2 October 2022
English (LSJ)
Med., with aor. 2 and pf. Act., creep, crawl out, ἐκ τῶν λίκνων Plu.Alex.2.
German (Pape)
[Seite 490] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.
French (Bailly abrégé)
f. παραναδύσομαι, ao.2 παρανέδυν, etc.
sortir d'auprès de.
Étymologie: παρά, ἀναδύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
παραναδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
Greek Monolingual
ΜΑ αναδύομαι
αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῦ κισσοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παραναδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., έρχομαι μπροστά και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παραναδύομαι: (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
Middle Liddell
Mid., with aor2 and perf. act., to come forth and appear beside or near, Plut.