παρθενεύω: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[παρθένος]]), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[παρθένος]]), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=conserver vierge, traiter comme étant vierge, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρθενεύομαι vivre vierge, garder sa virginité, être pur comme une vierge.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρθενεύω''': ([[παρθένος]]) [[ἀνατρέφω]] ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις [[καλῶς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα [[θάλαμον]] ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., [[διάγω]] βίον παρθενικόν, [[διαμένω]] [[παρθένος]], Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ [[κόμη]] αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997. | |lstext='''παρθενεύω''': ([[παρθένος]]) [[ἀνατρέφω]] ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις [[καλῶς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα [[θάλαμον]] ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., [[διάγω]] βίον παρθενικόν, [[διαμένω]] [[παρθένος]], Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ [[κόμη]] αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:56, 2 October 2022
English (LSJ)
A bring up as a maid, π. παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.Supp.452, cf. Luc.DMar.12.1, etc.:—Pass., lead a maiden life, Hdt.3.124, A.Pr.648, E.Ph.1637; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows grey in maidenhood, Id.Hel.283. 2 intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.
German (Pape)
[Seite 521] (παρθένος), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
conserver vierge, traiter comme étant vierge, acc.;
Moy. παρθενεύομαι vivre vierge, garder sa virginité, être pur comme une vierge.
Étymologie: παρθένος.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενεύω: (παρθένος) ἀνατρέφω ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα θάλαμον ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., διάγω βίον παρθενικόν, διαμένω παρθένος, Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ κόμη αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.
Greek Monolingual
ΜΑ παρθένος
1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου;» Αισχύλ.)
2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια
αρχ.
1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, της δίνω σεμνή ανατροφή
2. παθ. παρθενεύομαι
(για γυναίκα) διακορεύομαι
3. μτφ. είμαι αγνός.
Greek Monotonic
παρθενεύω: μέλ. -σω (παρθένος), ανατρέφω ως παρθένα, σε Ευρ. — Παθ., διάγω βίο παρθενικό, παραμένω παρθένα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πολιὰ (ουδ. πληθ.) παρθενεύεται, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε παρθενία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παρθενεύω:
1) воспитывать в девственной чистоте (παῖδας Eur.);
2) med. сохранять девственную чистоту Her., Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενεύω [παρθένος] act. (meisjes) grootbrengen:. παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς de meisjes in huis op goede wijze grootbrengen Eur. Suppl. 452. med.-pass. ongehuwd zijn:. τί παρθενεύῃ δαρόν; waarom blijf je zo lang ongehuwd? Aeschl. PV 648.
Middle Liddell
fut. σω παρθένος
to bring up as a maid, Eur.:—Pass. to lead a maiden life, remain a maid, Hdt., Aesch.; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows gray in maidenhood, Eur.