πηγάζω: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] 1) quellen, aufquellen, zum Quell werden, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι, Damochar. 4 (Plan. 310). – 2) trans., quellen lassen, wie eine Quelle fließen lassen, [[νᾶμα]] πηγάζει [[μέλισσα]], Antiph. 29 (IX, 404) u. a. Sp., wie Nonn.; Hesych. erkl. [[ἀναβλύζω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] 1) quellen, aufquellen, zum Quell werden, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι, Damochar. 4 (Plan. 310). – 2) trans., quellen lassen, wie eine Quelle fließen lassen, [[νᾶμα]] πηγάζει [[μέλισσα]], Antiph. 29 (IX, 404) u. a. Sp., wie Nonn.; Hesych. erkl. [[ἀναβλύζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> sourdre, jaillir comme d'une source <i>au pr. et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire sourdre, faire couler comme d'une source, épancher.<br />'''Étymologie:''' [[πηγή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηγάζω''': μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ [[πέτρα]] πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[νᾶμα]] [[μέλισσα]] πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) [[ὑγραίνω]], βρέχω, τὸ [[ἔδαφος]] δάκρυσι ὁ αὐτ. | |lstext='''πηγάζω''': μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ [[πέτρα]] πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[νᾶμα]] [[μέλισσα]] πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) [[ὑγραίνω]], βρέχω, τὸ [[ἔδαφος]] δάκρυσι ὁ αὐτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:10, 2 October 2022
English (LSJ)
(πηγή) A spring, gush forth, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι APl.4.310 (Damoch.); πηγάζοντες μαστοί, φλέβες πηγάζουσαι, Ph.1.31,2.324. 2 c. acc. cogn., gush forth with, νᾶμα μέλισσα πηγάζει AP9.404 (Antiphil.); π. ῥεῖθρα Heraclit.All.9; [Ζεὺς] π. ζωὴν νοεράν Procl. in Cra.p.52 P.
German (Pape)
[Seite 608] 1) quellen, aufquellen, zum Quell werden, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι, Damochar. 4 (Plan. 310). – 2) trans., quellen lassen, wie eine Quelle fließen lassen, νᾶμα πηγάζει μέλισσα, Antiph. 29 (IX, 404) u. a. Sp., wie Nonn.; Hesych. erkl. ἀναβλύζω.
French (Bailly abrégé)
1 intr. sourdre, jaillir comme d'une source au pr. et au fig.
2 tr. faire sourdre, faire couler comme d'une source, épancher.
Étymologie: πηγή.
Greek (Liddell-Scott)
πηγάζω: μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ πέτρα πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., νᾶμα μέλισσα πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω ὥστε νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) ὑγραίνω, βρέχω, τὸ ἔδαφος δάκρυσι ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πηγή
1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ
2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ.
γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῦ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Πνεύματι ἐνεργουμένη», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
(για ποταμό) έχω τις πηγές μου («ο Νείλος πηγάζει από τα οροπέδια της Αιθιοπίας»)
μσν.-αρχ.
1. παρέχω νερό, βγάζω νερό («πέτρα δὲ διψῶσιν ἐπήγαζε», Γρηγ. Ναζ.)
2. παρέχω, χαρίζω άφθονα (α. «Χριστὸς πηγάζων τὸ θεῖον νᾱμα τοῖς διψῶσι», Ωριγ.
β. «ἔρημος ἄρτους ἐπήγαζεν», Βασ. Σελ.)
3. δροσίζω, ποτίζω («ποίμνην... τοῖς λόγοις ἐπήγασα», Γρηγ. Ναζ)
4. παράγω, δημιουργώ («πηγάζει ζωὴν νοεράν», Πρόκλ.)
5. παράγω ρευστό, αναβλύζω κάτι (α. «πηγάζοντες μαστοί», Φίλ.
β. «νᾱμα μέλισσα πηγάζει, Αντίφιλ.
γ. «ἐκ φλογὸς τοῖς ὁσίοις δρόσον ἐπήγασας», Μηναί.).
Greek Monotonic
πηγάζω: μέλ. -άσω (πηγή),
1. αναπηδώ ή αναβλύζω, σε Ανθ.
2. με σύστ. αντ., αναβλύζω με νερό, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πηγάζω: струить, испускать (γλυκὺ νᾶμα Anth.).
Middle Liddell
πηγάζω, fut. -άσω πηγή
1. to spring or gush forth, Anth.
2. c. acc. cogn. to gush forth with water, Anth.