πλημμέλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] τό, = [[πλημμέλεια]]; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς [[αὐτοῦ]] πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] τό, = [[πλημμέλεια]]; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς [[αὐτοῦ]] πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> faute, offense;<br /><b>2</b> gain illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλημμέλημα''': τό, [[παράπτωμα]], [[ἁμαρτία]], εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.
|lstext='''πλημμέλημα''': τό, [[παράπτωμα]], [[ἁμαρτία]], εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> faute, offense;<br /><b>2</b> gain illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλημα Medium diacritics: πλημμέλημα Low diacritics: πλημμέλημα Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: plēmmélēma Transliteration B: plēmmelēma Transliteration C: plimmelima Beta Code: plhmme/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, fault, trespass, εἰς τοὺς θεούς Aeschin.3.106 (pl.), cf. LXXJe.2.5, Phld.Rh. 1.188 S. (pl.), Gal.Anim.Pass.2.3 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 633] τό, = πλημμέλεια; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 faute, offense;
2 gain illégitime.
Étymologie: πλημμελέω.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλημα: τό, παράπτωμα, ἁμαρτία, εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πλημμελώ
παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα», Αισχίν.)
νεοελλ.
κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον συνήθως, σε σωφρονιστικό κατάστημα, προκειμένου για εφήβους.

Greek Monotonic

πλημμέλημα: -ατος, τό, παράπτωμα, αμαρτία, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

πλημμέλημα: ατος τό
1) ошибка, неправильность (τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.);
2) противозаконная нажива Isocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] wandaad, misdaad.

Middle Liddell

πλημμέλημα, ατος, τό, [from πλημμελέω
a fault, trespass, Aeschin.

English (Woodhouse)

fault, sin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)