πολύκλυστος: Difference between revisions
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] viel aus-, bespülend, stark wogend; [[πόντος]], Od. 4, 354. 6, 204. 19, 277; Hes. Th. 189. 199. – Pass., von den Wellen viel, stark bespült, Ap. Rh. 1, 595, φάραγγες Ὄσσης. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] viel aus-, bespülend, stark wogend; [[πόντος]], Od. 4, 354. 6, 204. 19, 277; Hes. Th. 189. 199. – Pass., von den Wellen viel, stark bespült, Ap. Rh. 1, 595, φάραγγες Ὄσσης. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux vagues fortement agitées.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κλύζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύκλυστος''': -ον, [[πολυκύμαντος]], τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199. | |lstext='''πολύκλυστος''': -ον, [[πολυκύμαντος]], τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A much-dashing, stormy, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Od.4.354, 6.204, Hes.Th.189, cf. Pancrat.Oxy. 1085.13. II Pass., washed by many a wave, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Hes.Th.199; φάραγγες Ὄσσης A.R.1.597.
German (Pape)
[Seite 664] viel aus-, bespülend, stark wogend; πόντος, Od. 4, 354. 6, 204. 19, 277; Hes. Th. 189. 199. – Pass., von den Wellen viel, stark bespült, Ap. Rh. 1, 595, φάραγγες Ὄσσης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux vagues fortement agitées.
Étymologie: πολύς, κλύζω.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλυστος: -ον, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199.
English (Autenrieth)
(κλύζω): much or loudly surging. (Od.)
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, τρικυμιώδης («νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. θαλασσό-κλυστος].
Greek Monotonic
πολύκλυστος: -ον (κλύζω),·
I. θυελλώδης, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
II. Παθ., αυτός που κατακλύζεται από πολλά κύματα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκλυστος:
1) сильно волнующийся, бурный (πόντος Hom.);
2) омываемый многими волнами, т. е. окруженный бушующим морем (Κύπρος Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκλυστος -ον [πολύς, κλύζω] hevig klotsend:. πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ in de hevig klotsende zee Od. 6.204. door veel golven omspoeld:. πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ op het door golven omspoelde Cyprus Hes. Th. 199.
Middle Liddell
πολύ-κλυστος, ον, κλύζω
I. much-dashing, Od. Hes.
II. pass. washed by many a wave, Hes.