πολύστροφος: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] viel od. oft gedreht, geflochten, λίνα, Philip. 8 (VI, 107); sich vielfach drehend, windend, πολύστροφον ἀκτῖνα ἀμπλέκων, von der Sonne, Dionys. 2; auch übertr., γνώμα, beweglich, gewandt, Pind. frg. 233. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] viel od. oft gedreht, geflochten, λίνα, Philip. 8 (VI, 107); sich vielfach drehend, windend, πολύστροφον ἀκτῖνα ἀμπλέκων, von der Sonne, Dionys. 2; auch übertr., γνώμα, beweglich, gewandt, Pind. frg. 233. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tout à fait enroulé ; bien tressé;<br /><b>2</b> qui tourne en tous sens ; <i>fig.</i> versatile, changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύστροφος''': -ον, ὁ πολὺ συνεστραμμένος, λίνα Ἀνθ. Π. 6. 107. 2) = [[πολύτροπος]], γνώμα Πινδ. Ἀποσπ. 233· π. τὴν γνώμην Πολυδ. Ϛ΄, 131. | |lstext='''πολύστροφος''': -ον, ὁ πολὺ συνεστραμμένος, λίνα Ἀνθ. Π. 6. 107. 2) = [[πολύτροπος]], γνώμα Πινδ. Ἀποσπ. 233· π. τὴν γνώμην Πολυδ. Ϛ΄, 131. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A much-twisted, λίνα ib.6.107 (Phil.); ἀκτίς Mesom.Sol.12. 2 versatile, γνώμα Pi.Fr.214; π. τὴν γνώμην Poll.6.131. 3 making many turns, of a dancer, Nonn.D.30.108; ἡνιοχεύς (of a steersman) ib.40.464.
German (Pape)
[Seite 674] viel od. oft gedreht, geflochten, λίνα, Philip. 8 (VI, 107); sich vielfach drehend, windend, πολύστροφον ἀκτῖνα ἀμπλέκων, von der Sonne, Dionys. 2; auch übertr., γνώμα, beweglich, gewandt, Pind. frg. 233.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tout à fait enroulé ; bien tressé;
2 qui tourne en tous sens ; fig. versatile, changeant, inconstant.
Étymologie: πολύς, στρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστροφος: -ον, ὁ πολὺ συνεστραμμένος, λίνα Ἀνθ. Π. 6. 107. 2) = πολύτροπος, γνώμα Πινδ. Ἀποσπ. 233· π. τὴν γνώμην Πολυδ. Ϛ΄, 131.
English (Slater)
πολύστροφος, -ον making many turns met., inconstant Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύστροφος, -ον, ΝΜΑ
1. πολύ συνεστραμμένος
2. μτφ. ευμετάβλητος
νεοελλ.
1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές
2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές
3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει πολλές στροφές, έξυπνος, ευφυής
β) (με αρνητ. σημ.) πολύτροπος, πανούργος
μσν.-αρχ.
1. (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές
2. (για χειριστή πηδαλίου) ο ικανός να αλλάζει πολλές φορές την κατεύθυνση
αρχ.
1. (κυρίως για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς
2. ο πολύ καλά κλωσμένος, πολύπλεκτος («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στροφος (< στροφός < στρέφω), πρβλ. νεό-στροφος].
Greek Monotonic
πολύστροφος: -ον (στρέφω), εξαιρετικά συνεστραμμένος, πολύ κουλουριασμένος, αυτός που έχει πολλές σπείρες, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύστροφος -ον [πολύς, στρέφω] wisselvallig Plat. Resp. 331a =. Pind. fr. 214.3.
Russian (Dvoretsky)
πολύστροφος:
1) крепко скрученный, плетеный (λίνα Anth.);
2) гибкий, изменчивый (γνώμη Pind.).