προσεπισφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] noch dazu mit seinem Siegel bestätigen, übh. noch dazu bestätigen; προσεπισφραγιζόμενοι τὴν ἀγαθὴν τύχην ἐν τῇ πόλει εἶναι, Dem. ep. 4; S. Emp. adv. phys. 1, 192.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] noch dazu mit seinem Siegel bestätigen, übh. noch dazu bestätigen; προσεπισφραγιζόμενοι τὴν ἀγαθὴν τύχην ἐν τῇ πόλει εἶναι, Dem. ep. 4; S. Emp. adv. phys. 1, 192.
}}
{{bailly
|btext=ratifier de son sceau ; ratifier <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπισφραγίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεπισφρᾱγίζομαι''': ἀποθ., [[ἐπισφραγίζω]], ἐπιμαρτυρῶ [[προσέτι]], τι [[εἶναι]] Δημ. 1487. 3, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 194, Ἀριστείδ. 2. 301.
|lstext='''προσεπισφρᾱγίζομαι''': ἀποθ., [[ἐπισφραγίζω]], ἐπιμαρτυρῶ [[προσέτι]], τι [[εἶναι]] Δημ. 1487. 3, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 194, Ἀριστείδ. 2. 301.
}}
{{bailly
|btext=ratifier de son sceau ; ratifier <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπισφραγίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:40, 2 October 2022

English (LSJ)

set one's seal to a thing besides, testify besides, τι εἶναι D.Ep.4.3; τι S.E.M.9.192, Aristid.Or.36(48).106.

German (Pape)

[Seite 761] noch dazu mit seinem Siegel bestätigen, übh. noch dazu bestätigen; προσεπισφραγιζόμενοι τὴν ἀγαθὴν τύχην ἐν τῇ πόλει εἶναι, Dem. ep. 4; S. Emp. adv. phys. 1, 192.

French (Bailly abrégé)

ratifier de son sceau ; ratifier en gén.
Étymologie: πρός, ἐπισφραγίζω.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπισφρᾱγίζομαι: ἀποθ., ἐπισφραγίζω, ἐπιμαρτυρῶ προσέτι, τι εἶναι Δημ. 1487. 3, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 194, Ἀριστείδ. 2. 301.

Greek Monolingual

Α ἐπισφραγίζω
βεβαιώνω επίσης με τη σφραγίδα μου, επιβεβαιώνω κάτι επί πλέον.

Greek Monotonic

προσεπισφρᾱγίζομαι: αποθ., βάζω επιπλέον τη σφραγίδα κάποιου σ' ένα πράγμα, μαρτυρώ επιπλέον, προεπισφραγίζομαί τι εἶναι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσεπισφρᾱγίζομαι: досл. еще скреплять печатью, перен. удостоверять (τι Dem., Sext.).

Middle Liddell


Dep. to set one's seal to a thing besides, to testify besides, πρ. τι εἶναι Dem.