πρωτόπολις: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ὁ, ἡ, der, die Erste im Staat; [[τύχη]], Plut. de fort. Rom. 10, vielleicht aus Pind. tr. 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ὁ, ἡ, der, die Erste im Staat; [[τύχη]], Plut. de fort. Rom. 10, vielleicht aus Pind. tr. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />le premier dans l'État.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πόλις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ πρῶτος ἐν τῇ πόλει, [[τύχη]] Πινδ. Ἀποσπ. 14. 2) ἡ πρώτη [[πόλις]], πρὸς πόλιν τὴν πρωτόπολιν Κ. Μανασσ. Χρον. 2622 ‒ πρωτόπτολις, Νόνν. Διονυσ. 41. 357. | |lstext='''πρωτόπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ πρῶτος ἐν τῇ πόλει, [[τύχη]] Πινδ. Ἀποσπ. 14. 2) ἡ πρώτη [[πόλις]], πρὸς πόλιν τὴν πρωτόπολιν Κ. Μανασσ. Χρον. 2622 ‒ πρωτόπτολις, Νόνν. Διονυσ. 41. 357. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:40, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ, first in the city, Τύχη Plu.2.322c.
German (Pape)
[Seite 805] ὁ, ἡ, der, die Erste im Staat; τύχη, Plut. de fort. Rom. 10, vielleicht aus Pind. tr. 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
le premier dans l'État.
Étymologie: πρῶτος, πόλις.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ πρῶτος ἐν τῇ πόλει, τύχη Πινδ. Ἀποσπ. 14. 2) ἡ πρώτη πόλις, πρὸς πόλιν τὴν πρωτόπολιν Κ. Μανασσ. Χρον. 2622 ‒ πρωτόπτολις, Νόνν. Διονυσ. 41. 357.
Greek Monolingual
-όλεως, ὁ, ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. πρωτόπτολις, Μ
ο πρώτος ή η πρώτη μέσα στην πόλη
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτόπολις
η πρώτη πόλη.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόπολις: εως adj. первый в городе, т. е. важнейший для города (τύχη Pind., Plut.).