πρόσχωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp. ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp. ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> atterrissement;<br /><b>2</b> chaussée, terrasse.<br />'''Étymologie:''' [[προσχώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσχωσις''': ἡ, = [[πρόσχωμα]], αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως τῷ μὴ σκεδάννυσθαι ξύνδεσμοι γίγνονται Θουκ. 2. 102· πᾶσα ([[Αἴγυπτος]])... πρ. οὖσα τοῦ Νείλου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 8, πρβλ. 10 καὶ 23. ΙΙ. σωρὸς χώματος ὃν ἐγείρει τις [[ἐναντίον]] τόπου τινός, Θουκ. 2. 77.
|lstext='''πρόσχωσις''': ἡ, = [[πρόσχωμα]], αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως τῷ μὴ σκεδάννυσθαι ξύνδεσμοι γίγνονται Θουκ. 2. 102· πᾶσα ([[Αἴγυπτος]])... πρ. οὖσα τοῦ Νείλου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 8, πρβλ. 10 καὶ 23. ΙΙ. σωρὸς χώματος ὃν ἐγείρει τις [[ἐναντίον]] τόπου τινός, Θουκ. 2. 77.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> atterrissement;<br /><b>2</b> chaussée, terrasse.<br />'''Étymologie:''' [[προσχώννυμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχωσις Medium diacritics: πρόσχωσις Low diacritics: πρόσχωσις Capitals: ΠΡΟΣΧΩΣΙΣ
Transliteration A: próschōsis Transliteration B: proschōsis Transliteration C: proschosis Beta Code: pro/sxwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,= A πρόσχωμα Ι, αἱ νῆσοι . . τῆς π. σύνδεσμοι γίγνονται Th.2.102; πᾶσα [Αἴγυπτος] . . π. οὖσα τοῦ Νείλου Arist.Mete.351b30, cf. 352a4, 353a2, Str.1.2.30, BGU656.7 (ii A.D.). 2 process of silting up, Str.1.2.29: pl., Id.7.3.6. II mound raised against a place, Th.2.77. 2 ramp of earth, π. [τῷ βωμῷ] κατὰ πρανοῦς γενομένης J.AJ4.8.5, cf. PRein.52b.26 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp. ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 atterrissement;
2 chaussée, terrasse.
Étymologie: προσχώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχωσις: ἡ, = πρόσχωμα, αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως τῷ μὴ σκεδάννυσθαι ξύνδεσμοι γίγνονται Θουκ. 2. 102· πᾶσα (Αἴγυπτος)... πρ. οὖσα τοῦ Νείλου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 8, πρβλ. 10 καὶ 23. ΙΙ. σωρὸς χώματος ὃν ἐγείρει τις ἐναντίον τόπου τινός, Θουκ. 2. 77.

Greek Monotonic

πρόσχωσις: ἡ,
I. = πρόσχωμα, σε Θουκ.
II. ανάχωμα, σωρός που σηκώνει κάποιος, που υψώνεται εναντίον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχωσις: εως ἡ
1) нанос(ы) Thuc., Arst.;
2) насыпь, вал Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσ-χωσις -εως, ἡ [προσ-χόω] aanslibbing, aanslibsel:; αἱ... νῆσοι... ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως ξύνδεσμοι γίγνονται de eilanden vormen verbindingen van het aanslibsel met elkaar (d.w.z. raken met elkaar verbonden door het aanslibsel) Thuc. 2.102.4; aarden wal. Thuc. 2.77.3.

Middle Liddell

πρόσχωσις, εως,
I. = πρόσχωμα, Thuc.
II. a bank or mound raised against a place, Thuc.

English (Woodhouse)

mound, bank of earth, deposit brought down by a river

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)