πτολίπορθος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] Städte zerstörend, der Städteeroberer, -zerstörer; Oileus, Il. 2, 728; [[Ἐνυώ]], 5, 333; Ares, 20, 152; oft vom Achilleus, u. in der Od. vom Odysseus; Pind. vrbdt πτολιπόρθοις ἐν μάχαις, Ol. 8, 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] Städte zerstörend, der Städteeroberer, -zerstörer; Oileus, Il. 2, 728; [[Ἐνυώ]], 5, 333; Ares, 20, 152; oft vom Achilleus, u. in der Od. vom Odysseus; Pind. vrbdt πτολιπόρθοις ἐν μάχαις, Ol. 8, 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτολίπορθος''': [ῐ], -ον, ([[πέρθω]]) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· [[ὡσαύτως]], πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - [[ὡσαύτως]] [[πτολιπόρθης]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ [[τύπος]] [[πολίπορθος]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται· [[διότι]] ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. [[πτόλις]].
|lstext='''πτολίπορθος''': [ῐ], -ον, ([[πέρθω]]) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· [[ὡσαύτως]], πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - [[ὡσαύτως]] [[πτολιπόρθης]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ [[τύπος]] [[πολίπορθος]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται· [[διότι]] ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. [[πτόλις]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολῐ́πορθος Medium diacritics: πτολίπορθος Low diacritics: πτολίπορθος Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΟΣ
Transliteration A: ptolíporthos Transliteration B: ptoliporthos Transliteration C: ptoliporthos Beta Code: ptoli/porqos

English (LSJ)

ον, (πέρθω) destroyer of cities, sacking cities or wasting cities, epithet of Ares, Il.20.152, Hes.Th.936; of Odysseus and Oïleus, Il.2.278,728; of Achilles, 15.77, etc.; also of Heracles, Tab.Defix. in Stud.Ital.2(1922).394 (Cret., iv/iii B.C.); π. μάχαι Pi.O.8.35; πτολίπορθον στίχα Μήδων Epigr. ap. D.S.11.14:— also πτολιπόρθης, ου, ὁ, A.Ag.472 (lyr.); as pr.n. of a son of Odysseus, Paus.8.12.6:—the form πολίπορθος never occurs, for πτολίπορθ' (voc.) is rightly restored in A.Ag.783 (lyr.); cf. sq.

German (Pape)

[Seite 811] Städte zerstörend, der Städteeroberer, -zerstörer; Oileus, Il. 2, 728; Ἐνυώ, 5, 333; Ares, 20, 152; oft vom Achilleus, u. in der Od. vom Odysseus; Pind. vrbdt πτολιπόρθοις ἐν μάχαις, Ol. 8, 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

Greek (Liddell-Scott)

πτολίπορθος: [ῐ], -ον, (πέρθω) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· ὡσαύτως, πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - ὡσαύτως πτολιπόρθης Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ τύπος πολίπορθος οὐδαμοῦ εὕρηται· διότι ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. πτόλις.

English (Autenrieth)

(πέρθω): sacker of cities, epithet of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).

English (Slater)

πτολίπορθος, -ον city destroying πτολιπόρθοις ἐν μάχαις (O. 8.35)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», Διόδ. Σικ.
β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», Πίνδ.
γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. του πόλις + -πορθος (< πέρθω «ερημώνω, αφανίζω, λεηλατώ»)].

Greek Monotonic

πτολίπορθος: [ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πτολίπορθος: (ῐ) разрушающий города (Ἄρης, Ὀδυσσεύς Hom.; μάχαι Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολίπορθος en πτολιπόρθιος -ον [πτόλις, πέρθω] verwoester van steden.

Middle Liddell

πτολί-˘πορθος, ον, πέρθω
sacking or wasting cities, Il., Pind.