πυρεῖον: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] τό, ion. [[πυρήϊον]], im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥςπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] τό, ion. [[πυρήϊον]], im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥςπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu’on frottait l'un contre l'autre pour allumer du feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια ξύλου προστριβόμενα ἐπ’ ἄλληλα μέχρις ὅτου ἀναφθῶσι, Λατ. igniaria, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 111, [[ἔνθα]] ὁ [[πανάρχαιος]] [[οὗτος]] [[τρόπος]] τοῦ ἀνάπτειν πῦρ ἀποδίδεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (ἀλλὰ παρὰ τῷ Διοδ. 5. 67 εἰς τὸν Προμηθέα), Σοφ. Φιλ. 36· τάχ’ ἂν... τρίβοντες, [[ὥσπερ]] ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Πλάτ. Πολ. 435Α· πυρεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Θεόκρ. 22. 33· ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1184· πυρεῖα συντρίψαντες Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32· τούτων τὸ ἀκίνητον διαμένον ἐκαλεῖτο [[ἐσχάρα]] ἢ [[στορεύς]], τὸ δὲ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] [[ταχέως]] στρεφόμενον ἐκαλεῖτο [[τρύπανον]], Θεόκρ. π. Πυρὸς 64. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ἀγγεῖον]] κεράμειον χρησιμεῦον πρὸς ἔνθεσιν ἀνημμένων ἀνθράκων, (= [[θυμιατήριον]], Σουΐδ., Ἡσύχ.), Ἑβδ. Ἔξοδ. ΚΖ´, 3)· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] (Β´ Παραλ. Δ´, 11 καὶ 22).
|lstext='''πῠρεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια ξύλου προστριβόμενα ἐπ’ ἄλληλα μέχρις ὅτου ἀναφθῶσι, Λατ. igniaria, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 111, [[ἔνθα]] ὁ [[πανάρχαιος]] [[οὗτος]] [[τρόπος]] τοῦ ἀνάπτειν πῦρ ἀποδίδεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (ἀλλὰ παρὰ τῷ Διοδ. 5. 67 εἰς τὸν Προμηθέα), Σοφ. Φιλ. 36· τάχ’ ἂν... τρίβοντες, [[ὥσπερ]] ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Πλάτ. Πολ. 435Α· πυρεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Θεόκρ. 22. 33· ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1184· πυρεῖα συντρίψαντες Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32· τούτων τὸ ἀκίνητον διαμένον ἐκαλεῖτο [[ἐσχάρα]] ἢ [[στορεύς]], τὸ δὲ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] [[ταχέως]] στρεφόμενον ἐκαλεῖτο [[τρύπανον]], Θεόκρ. π. Πυρὸς 64. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ἀγγεῖον]] κεράμειον χρησιμεῦον πρὸς ἔνθεσιν ἀνημμένων ἀνθράκων, (= [[θυμιατήριον]], Σουΐδ., Ἡσύχ.), Ἑβδ. Ἔξοδ. ΚΖ´, 3)· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] (Β´ Παραλ. Δ´, 11 καὶ 22).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu’on frottait l'un contre l'autre pour allumer du feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρεῖον Medium diacritics: πυρεῖον Low diacritics: πυρείον Capitals: ΠΥΡΕΙΟΝ
Transliteration A: pyreîon Transliteration B: pyreion Transliteration C: pyreion Beta Code: purei=on

English (LSJ)

Ion. πυρήϊον, τό, mostly in plural, A firesticks, h.Merc.111, S.Ph. 36, Thphr.HP5.3.4, D.S.5.67, etc.; τάχ' ἂν . . τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Pl.R.435a; πυοεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Theoc.22.33; ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον A.R.1.1184; πυρεῖα συντρίψαντες Luc.VH1.32; the stationary piece was called ἐσχάρα, the drill τρύπανον, Thphr.Ign.64. II sg., earthen pan for coals (= θυμιατήριον, Hsch. (πυρίον), Phot., Suid.), LXXEx.27.3: pl., ib.2 Ch.4.11,21.

German (Pape)

[Seite 821] τό, ion. πυρήϊον, im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥςπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu’on frottait l'un contre l'autre pour allumer du feu.
Étymologie: πῦρ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρεῖον: Ἰων. -ήιον, τό· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια ξύλου προστριβόμενα ἐπ’ ἄλληλα μέχρις ὅτου ἀναφθῶσι, Λατ. igniaria, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 111, ἔνθαπανάρχαιος οὗτος τρόπος τοῦ ἀνάπτειν πῦρ ἀποδίδεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (ἀλλὰ παρὰ τῷ Διοδ. 5. 67 εἰς τὸν Προμηθέα), Σοφ. Φιλ. 36· τάχ’ ἂν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Πλάτ. Πολ. 435Α· πυρεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Θεόκρ. 22. 33· ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1184· πυρεῖα συντρίψαντες Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32· τούτων τὸ ἀκίνητον διαμένον ἐκαλεῖτο ἐσχάραστορεύς, τὸ δὲ ἐπ’ αὐτοῦ ταχέως στρεφόμενον ἐκαλεῖτο τρύπανον, Θεόκρ. π. Πυρὸς 64. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ἀγγεῖον κεράμειον χρησιμεῦον πρὸς ἔνθεσιν ἀνημμένων ἀνθράκων, (= θυμιατήριον, Σουΐδ., Ἡσύχ.), Ἑβδ. Ἔξοδ. ΚΖ´, 3)· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι (Β´ Παραλ. Δ´, 11 καὶ 22).

Greek Monotonic

πῠρεῖον: Ιων. -ήΐον, τό, κυρίως στον πληθ., κομμάτια από ξύλο που προστρίβονται το ένα με το άλλο για να ανάψουν φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρεῖον -ου, τό [πῦρ] meestal plur., dat wat dient om vuur te maken, i.h.b. (aanmaak)houtjes die men tegen elkaar wrijft.

Russian (Dvoretsky)

πῠρεῖον: ион. πυρήϊον τό горючий материал, pl. палочки для добывания огня (трением) HH, Soph., Plat., Theocr., Luc.

Middle Liddell

πῠρεῖον, Ionic -ήιον, ου, τό,
mostly in plural pieces of wood, rubbed one against another to produce fire, Hhymn., Soph., etc.