στασιωτικός: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, [[καιρός]] Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, [[καιρός]] Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d'une sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰσιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, [[στασιαστικός]], κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.
|lstext='''στᾰσιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, [[στασιαστικός]], κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d'une sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιωτικός Medium diacritics: στασιωτικός Low diacritics: στασιωτικός Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stasiōtikós Transliteration B: stasiōtikos Transliteration C: stasiotikos Beta Code: stasiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, inclined to faction, seditious, κατὰ τὸ σ. Th.4.130; καιροί Id.7.57; λόγοι Id.8.92; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον Arist.Pol. 1303a25. Adv. -κῶς Pl.Phdr.263a, Arist.Pol.1306a38 (v.l. for -αστικῶς).

German (Pape)

[Seite 930] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, καιρός Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d'une sédition.
Étymologie: στασιώτης.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, στασιαστικός, κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στασιώτης
1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.)
2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

στᾰσιωτικός: -ή, -όν, αυτός που παρουσιάζει την ροπή να δημιουργεί φατρίες ή να υποκινεί εξεγέρσεις, επαναστατικός, στασιαστικός, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιωτικός -ή -όν [στασιώτης] conflict of partijstrijd aanwakkerend, partijzuchtig, opruiend:. σ. λόγοι opruiende redevoeringen Thuc. 8.92.4; κατὰ τὸ στασιωτικόν uit partijzucht Thuc. 4.130.3. politiek onrustig, roerig:. στασιωτικοὶ καιροί politiek onrustige tijden Thuc. 5.57.11. geneigd tot twist: adv.. στασιωτικῶς ἔχειν onenigheid hebben Plat. Phaedr. 263a.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιωτικός: мятежный, бунтарский (λόγοι Thuc.).

Middle Liddell

στᾰσιωτικός, ή, όν [from στᾰσιώτης]
factious, seditious, Thuc.

English (Woodhouse)

factious, seditious, facticus

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)