σταύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σταύρωμα''': τό, [[περίφραγμα]] διὰ πασσάλων, [[χαράκωμα]], Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.
|lstext='''σταύρωμα''': τό, [[περίφραγμα]] διὰ πασσάλων, [[χαράκωμα]], Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταύρωμα Medium diacritics: σταύρωμα Low diacritics: σταύρωμα Capitals: ΣΤΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: staúrōma Transliteration B: staurōma Transliteration C: stayroma Beta Code: stau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.

German (Pape)

[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.

Greek (Liddell-Scott)

σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σταυρῶ, σταυρώνω
νεοελλ.
1. ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα
2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση
3. η πρώτη σχηματοποίηση του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά
4. τεχνολ. η αλλαγή της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα χιαστί, για να επιτευχθεί ομοιόμορφη φθορά του πέλματός τους
νεοελλ.-μσν.
η προσήλωση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους, περιχαράκωση.

Greek Monotonic

σταύρωμα: -ατος, τό, περίφραγμα με πασσάλους, χαράκωμα, Λατ. vallum, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σταύρωμα: ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.

Middle Liddell

σταύρωμα, ατος, τό,
a palisade or stockade, Lat. vallum, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

fence, palisade, stockade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)