σκινδαλαμοφράστης: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui ne dit que des subtilités.<br />'''Étymologie:''' [[σκινδάλαμος]], [[φράζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης''': -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, [[λεπτολόγος]], [[σοφιστής]], Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428. | |lstext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης''': -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, [[λεπτολόγος]], [[σοφιστής]], Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:09, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, straw-splitter, AP11.354 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui ne dit que des subtilités.
Étymologie: σκινδάλαμος, φράζω.
Greek (Liddell-Scott)
σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, λεπτολόγος, σοφιστής, Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σχινδαλαμοφράστης.
Greek Monotonic
σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, λεπτολόγος, αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», σχολαστικός, φλύαρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σκινδᾰλᾰμοφράστης: ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.