συμφορητός: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – [[δεῖπνον]], ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – [[δεῖπνον]], ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφορητός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, [[πόλις]] ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. [[ὄχλος]], ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· [[λόγος]] ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. [[δεῖπνον]], σ. [[ἑστίασις]], [[δεῖπνον]], εἰς ὃ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ [[μέρος]] του, [[δεῖπνον]] δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.
|lstext='''συμφορητός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, [[πόλις]] ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. [[ὄχλος]], ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· [[λόγος]] ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. [[δεῖπνον]], σ. [[ἑστίασις]], [[δεῖπνον]], εἰς ὃ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ [[μέρος]] του, [[δεῖπνον]] δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφορητός Medium diacritics: συμφορητός Low diacritics: συμφορητός Capitals: ΣΥΜΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: symphorētós Transliteration B: symphorētos Transliteration C: symforitos Beta Code: sumforhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ος, ον Arist.Pol.1286a29) A brought together, collected, πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν D.H.3.10; Χρησμοὶ ἐκ πολλῶν τόπων Id.4.62; συμφορητὸς ὄχλος Id.Dem.36; σ. ἐκ ποικίλων πτερῶν Luc.Pseudol.5; ἐκ σ. ῥακίων ἠπημένος BCH51.326 (Athens). 2 συμφορητὰ δεῖπνα, συμφορητὴ ἑστίασις, potluck banquet, a meal towards which each guest contributes, picnic, Arist.Pol.1281b3, 1286a29.

German (Pape)

[Seite 992] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – δεῖπνον, ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, etc.
Étymologie: συμφορέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμφορητός: -ή, -όν, ὁ ὁμοῦ συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. ὄχλος, ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· λόγος ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. δεῖπνον, σ. ἑστίασις, δεῖπνον, εἰς ὃ ἕκαστος τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ μέρος του, δεῖπνον δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και -ή, Α συμφορῶ
1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.)
2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν (πόλις)», Διον. Αλ.)
3. φρ. «συμφορητὰ δεῖπνα» ή «συμφορητὴ ἐστίασις» — δείπνα κατά τα οποία καθένας από τους συνδαιτυμόνες συνεισέφερε το μερίδιό του.

Greek Monotonic

συμφορητός: -ή, -όν, αυτός που έχει συναχθεί σε έναν τόπο, συσσωρευμένος, συναθροισμένος, συγκεντρωμένος· συμφορητὸν δεῖπνον, συμφορητὴ ἑστίασις, γεύμα στο οποίο συνεισφέρει κάθε καλεσμένος, Λατ. coena collatitia, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συμφορητός: [adj. verb. к συμφορέω
1) составленный, состоящий: σ. ἐξ ἀλλοτρίων πτερῶν Luc. составленный из чужих перьев, т. е. заимствованный, скомпилированный;
2) устроенный в складчину (δεῖπνον Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφορητός -ή -όν, f. ook -ός [συμφορέω] bijeengebracht, verzameld; van maaltijden ‘potluck’ of ‘picknick’, waarbij iedereen iets meebrengt. Aristot.

Middle Liddell

συμφορητός, ή, όν [from συμφορέω
brought together, collected, ς. δεῖπνον, ς. ἑστίασις a meal to which each guest contributes, Lat. coena collatitia, Arist.