σύειος: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de porc ; τὰ σύεια ([[κρέα]]) viande de porc.<br />'''Étymologie:''' [[σῦς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύειος''': -α, -ον, (σῦς) [[χοίρειος]], [[χοίρινος]], Λατ. suilles, [[χρῖσμα]] σ. [[λίπος]] χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 ([[ἔνθα]] ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11. | |lstext='''σύειος''': -α, -ον, (σῦς) [[χοίρειος]], [[χοίρινος]], Λατ. suilles, [[χρῖσμα]] σ. [[λίπος]] χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 ([[ἔνθα]] ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:45, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, (σῦς) of swine, χρῖμα σ. hogs'-lard, X.An.4.4.13; τὰ σ. (sc. κρέα) Luc.Hist.Conscr.20; σ. δίκτυα hunting nets, Aen. Tact.11.6.
German (Pape)
[Seite 972] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de porc ; τὰ σύεια (κρέα) viande de porc.
Étymologie: σῦς.
Greek (Liddell-Scott)
σύειος: -α, -ον, (σῦς) χοίρειος, χοίρινος, Λατ. suilles, χρῖσμα σ. λίπος χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 (ἔνθα ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11.
Greek Monolingual
-εία, -ον Α σῡς
χοιρινός, γουρουνήσιος (α. «χρῑμα... σύειον», Ξεν.
β. «σύεια δίκτυα» — δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.).
Greek Monotonic
σύειος: -α, -ον (σῦς), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγριογούρουνα, χοιρινός, Λατ. suillus, σε Ξεν., Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύειος -α -ον [σῦς] van varkens, varkens-.