τορύνω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] umrühren, zerrühren, Ar. Equ. 1172. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] umrühren, zerrühren, Ar. Equ. 1172. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=remuer et écraser à l'aide d'une [[τορύνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορύνω''': [ῡ], [[ἀναταράσσω]], ἀνακατώνω διὰ τορύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1172. | |lstext='''τορύνω''': [ῡ], [[ἀναταράσσω]], ἀνακατώνω διὰ τορύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1172. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:05, 2 October 2022
English (LSJ)
A stir up or about, Ar.Eq.1172. II = insculpo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1130] umrühren, zerrühren, Ar. Equ. 1172.
French (Bailly abrégé)
remuer et écraser à l'aide d'une τορύνη.
Greek (Liddell-Scott)
τορύνω: [ῡ], ἀναταράσσω, ἀνακατώνω διὰ τορύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1172.
Greek Monolingual
Α
1. ανακατεύω με την κουτάλα
2. εγχαράσσω, τορνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. της λ. τορύνη (Ι). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. τορύνη προήλθε από το ρ. τορύνω.
Greek Monotonic
τορύνω: [ῡ], (τορός), αναταρράσσω, ανακατεύω με κουτάλα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τορύνω: (ῡ) разбалтывать, размешивать Arph.