ἀναισθητέω: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être insensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναίσθητος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8. | |lstext='''ἀναισθητέω''': στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν [[αἰσθάνομαι]] κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:15, 2 October 2022
English (LSJ)
lack perception, D.18.221; ἀναισθητέω ταλαιπωρίας = to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀναισθητέω BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328
1 carecer de la facultad de la sensación, perder la sensibilidad Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.Ep.[2] 65
•quedarse sin conocimiento, perder el sentido ἡ (Ἀνθία) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4
•c. gen. no sentir, no darse cuenta de τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.AI 11.176, συμφορῶν I.BI 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.Ep.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.Magn.10.1.
2 ser insensato ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ ἐμαυτοῦ τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378.
German (Pape)
[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
Greek Monolingual
(Α ἀναισθητέω, ἀναισθητῶ)
δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά
νεοελλ.
προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση].
Greek Monotonic
ἀναισθητέω: μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισθητέω: быть бесчувственным, равнодушным или тупым Aesop., Dem., Plut.
Middle Liddell
[from ἀναίσθητος
to want perception, Dem.