ἀντίπηξ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] ηγος, ἡ, ein hölzerner Kasten od. Korb (das Ineinandergefügte), Eur. Ion. 19, heißt 32 u. 1337 [[ἄγγος]], 37 πλεκτὸν [[κύτος]] u. 40 ἑλικτὸν [[κύτος]] ἀντίπηγος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] ηγος, ἡ, ein hölzerner Kasten od. Korb (das Ineinandergefügte), Eur. Ion. 19, heißt 32 u. 1337 [[ἄγγος]], 37 πλεκτὸν [[κύτος]] u. 40 ἑλικτὸν [[κύτος]] ἀντίπηγος.
}}
{{bailly
|btext=ηγος (ἡ) :<br />corbeille <i>ou</i> berceau d'enfant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίπηξ''': ηγος, ἡ, ([[πήγνυμι]]) [[εἶδος]] λίκνου πλεκτοῦ, κἀκτίθησιν (ἡ Κρέουσα τὸ [[βρέφος]]) ὡς θανούμενον κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ, ἐν τῷ καλλιτρόχῳ ἢ κατ’ ἄλλους ἐντελῶς στρογγύλῳ κύκλῳ τῆς ἀντίπηγος, Εὐρ. Ἴων 19· [[κύτος]] εἰλικτὸν ἀντίπηγος [[αὐτόθι]] 40· κατεσκευασμένον ἐκ λυγαριᾶς, πλεκτὸν [[κύτος]] [[αὐτόθι]] 37· πρβλ. 1338, 1391· ἴδε τὴν λέξ. [[λάρναξ]]. (Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] τῶν Μυτιληναίων, σημαίνουσα κιβωτόν, [[κιβώτιον]] ὡς λέγομεν νῦν, Εὐστ. 1056. 49.). ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἀντίπηγα· κίστην [[Εὐριπίδης]] Ἴωνι» καὶ κατ’ ὀνομαστ. «[[ἀντίπηξ]]· [[κιβωτός]]» ὁ αὐτ.
|lstext='''ἀντίπηξ''': ηγος, ἡ, ([[πήγνυμι]]) [[εἶδος]] λίκνου πλεκτοῦ, κἀκτίθησιν (ἡ Κρέουσα τὸ [[βρέφος]]) ὡς θανούμενον κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ, ἐν τῷ καλλιτρόχῳ ἢ κατ’ ἄλλους ἐντελῶς στρογγύλῳ κύκλῳ τῆς ἀντίπηγος, Εὐρ. Ἴων 19· [[κύτος]] εἰλικτὸν ἀντίπηγος [[αὐτόθι]] 40· κατεσκευασμένον ἐκ λυγαριᾶς, πλεκτὸν [[κύτος]] [[αὐτόθι]] 37· πρβλ. 1338, 1391· ἴδε τὴν λέξ. [[λάρναξ]]. (Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] τῶν Μυτιληναίων, σημαίνουσα κιβωτόν, [[κιβώτιον]] ὡς λέγομεν νῦν, Εὐστ. 1056. 49.). ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἀντίπηγα· κίστην [[Εὐριπίδης]] Ἴωνι» καὶ κατ’ ὀνομαστ. «[[ἀντίπηξ]]· [[κιβωτός]]» ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=ηγος (ἡ) :<br />corbeille <i>ou</i> berceau d'enfant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπηξ Medium diacritics: ἀντίπηξ Low diacritics: αντίπηξ Capitals: ΑΝΤΙΠΗΞ
Transliteration A: antípēx Transliteration B: antipēx Transliteration C: antipiks Beta Code: a)nti/phc

English (LSJ)

ηγος, ἡ, (πήγνυμι) wheeled cradle or perambulator for infants, κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ E.Ion19; κύτος ἑλικτὸν ἀντίπηγος ib.40. (Mytil., = κιβωτός, acc. to Eust.1056.46.)

Spanish (DGE)

-ηγος, ἡ
1 cesto para llevar a los niños κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ E.Io 19, κύτος ἑλικτὸν ἀντίπηγος E.Io 40, cf. 1338.
2 cofre χηλὸν ... φασὶν ... Μιτυληναῖοι ... ἀντίπηγα Eust.1056.46, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 258] ηγος, ἡ, ein hölzerner Kasten od. Korb (das Ineinandergefügte), Eur. Ion. 19, heißt 32 u. 1337 ἄγγος, 37 πλεκτὸν κύτος u. 40 ἑλικτὸν κύτος ἀντίπηγος.

French (Bailly abrégé)

ηγος (ἡ) :
corbeille ou berceau d'enfant.
Étymologie: ἀντί, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπηξ: ηγος, ἡ, (πήγνυμι) εἶδος λίκνου πλεκτοῦ, κἀκτίθησιν (ἡ Κρέουσα τὸ βρέφος) ὡς θανούμενον κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ, ἐν τῷ καλλιτρόχῳ ἢ κατ’ ἄλλους ἐντελῶς στρογγύλῳ κύκλῳ τῆς ἀντίπηγος, Εὐρ. Ἴων 19· κύτος εἰλικτὸν ἀντίπηγος αὐτόθι 40· κατεσκευασμένον ἐκ λυγαριᾶς, πλεκτὸν κύτος αὐτόθι 37· πρβλ. 1338, 1391· ἴδε τὴν λέξ. λάρναξ. (Λέγεται ὅτι εἶναι λέξις τῶν Μυτιληναίων, σημαίνουσα κιβωτόν, κιβώτιον ὡς λέγομεν νῦν, Εὐστ. 1056. 49.). ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἀντίπηγα· κίστην Εὐριπίδης Ἴωνι» καὶ κατ’ ὀνομαστ. «ἀντίπηξ· κιβωτός» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ἀντίπηξ (-ηγος), η (Α)
παιδικό καροτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀντίπηξ: -ηγος, ἡ (πήγνυμι), είδος λίκνου (κούνιας) για βρέφη πάνω σε ρόδες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίπηξ: πηγος ἡ корзина или ящик Eur.

Middle Liddell

πήγνυμι
a kind of cradle for infants, on wheels, Eur.