ἀντοφείλω: Difference between revisions
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] dagegen, dafür schuldig sein, [[χάριν]] Thuc. 2, 40. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] dagegen, dafür schuldig sein, [[χάριν]] Thuc. 2, 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=devoir à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὀφείλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντοφείλω''': [[ὀφείλω]] [[χάριν]], ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς [[χάριν]], ἀλλ’ ἐς [[ὀφείλημα]] τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς [[χάριν]], διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται [[χάρις]], ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40. | |lstext='''ἀντοφείλω''': [[ὀφείλω]] [[χάριν]], ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς [[χάριν]], ἀλλ’ ἐς [[ὀφείλημα]] τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς [[χάριν]], διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται [[χάρις]], ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:10, 2 October 2022
English (LSJ)
owe a good turn, to be indebted, Th.2.40.
Spanish (DGE)
deber un favor ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος Th.2.40.
German (Pape)
[Seite 265] dagegen, dafür schuldig sein, χάριν Thuc. 2, 40.
French (Bailly abrégé)
devoir à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ὀφείλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντοφείλω: ὀφείλω χάριν, ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς χάριν, διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται χάρις, ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.
Greek Monolingual
ἀντοφείλω (Α)
χρωστώ χάρη ή ευεργεσία
(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.).
Greek Monotonic
ἀντοφείλω: μέλ. -ήσω, χρωστώ σε κάποιον αντι-χάρη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντοφείλω: быть со своей стороны в долгу Thuc.