ἄπαυστος: Difference between revisions
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] nicht zu beruhigen, unaufhörlich, [[δίψα]] Thuc. 2, 49; endlos, [[αἰών]] Aesch. Suppl. 569; ἄτη Soph. Ai. 1166; γόων, nicht ablassend mit, Eur. Suppl. 93; in Prosa, [[βίος]] Plat. Tim. 36 e; καὶ [[ἀθάνατος]] Crat. 417 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] nicht zu beruhigen, unaufhörlich, [[δίψα]] Thuc. 2, 49; endlos, [[αἰών]] Aesch. Suppl. 569; ἄτη Soph. Ai. 1166; γόων, nicht ablassend mit, Eur. Suppl. 93; in Prosa, [[βίος]] Plat. Tim. 36 e; καὶ [[ἀθάνατος]] Crat. 417 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />incessant, sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπαυστος''': -ον, [[ἀδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[ἀκατάπαυστος]], Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· [[βίος]] Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ [[ἀθάνατος]] φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. [[ἀπαύστως]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, [[ἀκόρεστος]], [[δίψα]] Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ [[μηδέποτε]] παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, [[ἀκόρεστος]], γόων Εὐρ. Ἱκ. 82. | |lstext='''ἄπαυστος''': -ον, [[ἀδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[ἀκατάπαυστος]], Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· [[βίος]] Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ [[ἀθάνατος]] φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. [[ἀπαύστως]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, [[ἀκόρεστος]], [[δίψα]] Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ [[μηδέποτε]] παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, [[ἀκόρεστος]], γόων Εὐρ. Ἱκ. 82. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον,
A unceasing, never-ending, Parm.8.27; αἰών A.Supp. 574 (lyr.); βίος Pl.Ti.36e; ἄτα S.Aj.1187 (lyr.); ἄπαυστος καὶ ἀθάνατος φορά Pl.Cra.417c, etc. Adv. ἀπαύστως Arist.Mu.391b18, Corn.ND34.
2 not to be stopped or not to be assuaged, insatiable, δίψα Th.2.49; γνάθοι Antiph. 237.4; ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.
II c. gen., never ceasing from, γόων E.Supp.82 (lyr.).—Cf. ἄπαυτος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no cesa, inacabable, que no tiene fin (ἐόν) ἄναρχον ἄπαυστον (el Ser) sin principio ni fin Parm.B 8.27, αἰών A.Supp.574, βίος Pl.Ti.36e, ἄτα S.Ai.1186, ἄ. καὶ ἀθάνατον αὐτὴν (φοράν) Pl.Cra.417c, σταγών E.Supp.82, κυκλική Thphr.Metaph.5, ἕξις Plu.2.159d, cf. Procl.Inst.206
•neutr. plu. como adv. ἐψιθύριζον ἄπαυστα Rom.Mel.7.εʹ.3.
2 insaciable δίψα Th.2.49, γνάθοι Antiph.237.4, ἄ. ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.
II adv. ἀπαύστως = inacabablemente, eternamente δι' αἰῶνος Arist.Mu.391b18, cf. Corn.ND 34, PMasp.19.27 (VI d.C.), ref. al infierno καταδίκην τοῦ πυρὸς ἀπαύστως κολάζεσθαι Iust.Phil.Dial.45.4.
German (Pape)
[Seite 283] nicht zu beruhigen, unaufhörlich, δίψα Thuc. 2, 49; endlos, αἰών Aesch. Suppl. 569; ἄτη Soph. Ai. 1166; γόων, nicht ablassend mit, Eur. Suppl. 93; in Prosa, βίος Plat. Tim. 36 e; καὶ ἀθάνατος Crat. 417 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: ἀ, παύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαυστος: -ον, ἀδιάκοπος, συνεχής, ἀκατάπαυστος, Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· βίος Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ ἀθάνατος φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπαύστως, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, ἀκόρεστος, δίψα Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ μηδέποτε παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, ἀκόρεστος, γόων Εὐρ. Ἱκ. 82.
Greek Monolingual
ἄπαυστος, -ον (AM)
1. αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, ακόρεστος
3. αυτός που δεν απαλλάσσεται, δεν γλυτώνει από κάτι («ἄπαυστος γόων»).
Greek Monotonic
ἄπαυστος: -ον (παύομαι)·
I. 1. ακατάπαυστος, συνεχής, ατελεύτητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, ακόρεστος, δίψα, σε Θουκ.
II. με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, γόων, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαυστος:
1) непрекращающийся, нескончаемый, бесконечный (αἰών Aesch.; βίος Plat.); беспрестанный, непрерывный (ἄτα, ἀ. καὶ ἀθάνατος Soph.; δίψα Thuc.; φορά Plat.; κίνησις Arst.; νιφετοί Plut.);
2) не перестающий (τινος Eur.).
Middle Liddell
[παύομαι]
I. unceasing, never-ending, Aesch., Soph.
2. not to be stopped or assuaged, insatiable, δίψα Thuc.
II. c. gen. never ceasing from, γόων Eur.