ἐντευκτικός: Difference between revisions
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />que l'on peut aborder facilement, d'un commerce facile.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντυγχάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντευκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, [[εὐπρόσιτος]], [[εὐπροσήγορος]], Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. [[ἱκετευτικός]], [[ἱκετήριος]], Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α. | |lstext='''ἐντευκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, [[εὐπρόσιτος]], [[εὐπροσήγορος]], Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. [[ἱκετευτικός]], [[ἱκετήριος]], Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, affable, Plu.Alc.13, 2.9f.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de pers. afable, sociable, de trato agradable ἐ. γὰρ ἰδίᾳ καὶ πιθανὸς ἐδόκει Plu.Alc.13, τοὺς υἱοὺς ... ἐντευκτικοὺς ... εἶναι παρασκευαστέον καὶ φιλοπροσηγόρους Plu.2.10a.
2 ret. apropiado para el diálogo o el trato privado, de un tipo de discurso popular, coloquial c. dat. προστιθεὶς τῷ δημηγορικῷ καὶ τῷ δικανικῷ τὸν ἐντευκτικὸν ἅπασιν añadiendo al discurso político y al forense el de la conversación con todos Dem.Phal.157
•de la técnica ret. que favorece el encuentro o el contacto c. gen. obj. ἡ διάθεσις ἡ τῶν κοινῶν καὶ στοιχειωδῶν ἐντευκτική la disposición que favorece el encuentro con las cosas comunes y fundamentales Phld.Rh.2.125Aur.
3 de documentos petitorio, rogativo ἐντευκτικοὺς λιβέλλους ἐπέδωκεν Pall.V.Chrys.1.168, 7.118, διδασκαλίας CSyr.(518-9) Act.p.102.20.
German (Pape)
[Seite 855] ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l'on peut aborder facilement, d'un commerce facile.
Étymologie: ἐντυγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντευκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, εὐπρόσιτος, εὐπροσήγορος, Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. ἱκετευτικός, ἱκετήριος, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α.
Greek Monolingual
ἐντευκτικός, -ή, -όν (Α)
1. ευπροσήγορος
2. ικετευτικός, παρακλητικός.
Greek Monotonic
ἐντευκτικός: -ή, -όν, ευπροσήγορος, γλυκομίλητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐντευκτικός: доступный, общительный, обходительный (ἐ. καὶ πιθανός Plut.).
Middle Liddell
ἐντευκτικός, ή, όν
affable, Plut. [from ἔντευξις