ἐπενδύνω: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0915.png Seite 915]] = ἐπενδύομαι, ἄλλον κιθῶνα Her. 1, 195; med., B. A. 260.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0915.png Seite 915]] = ἐπενδύομαι, ἄλλον κιθῶνα Her. 1, 195; med., B. A. 260.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπενδύομαι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐνδύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπενδύνω''': ῡ, φορῶ [[ἐπάνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]], καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύει Ἡρόδ. 1. 195. ― Παθ. ἐπενδύομαι, ἐνδύομαι ἐπί τινι, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι, δηλ. ἐνδεδυμένοι ἐπὶ τοῖς θώραξι, Πλουτ. Πελοπίδ. 11· πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 12· ― τὸ δὲ [[ἐπενδύω]], μεταβ., [[ἐνδύω]] τινὰ δι’ ἐπενδύτου, «ἐπαμφιάζοντες· ἐπενδύοντες» Ἠσύχ.
|lstext='''ἐπενδύνω''': ῡ, φορῶ [[ἐπάνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]], καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύει Ἡρόδ. 1. 195. ― Παθ. ἐπενδύομαι, ἐνδύομαι ἐπί τινι, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι, δηλ. ἐνδεδυμένοι ἐπὶ τοῖς θώραξι, Πλουτ. Πελοπίδ. 11· πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 12· ― τὸ δὲ [[ἐπενδύω]], μεταβ., [[ἐνδύω]] τινὰ δι’ ἐπενδύτου, «ἐπαμφιάζοντες· ἐπενδύοντες» Ἠσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπενδύομαι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐνδύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενδύνω Medium diacritics: ἐπενδύνω Low diacritics: επενδύνω Capitals: ΕΠΕΝΔΥΝΩ
Transliteration A: ependýnō Transliteration B: ependynō Transliteration C: ependyno Beta Code: e)pendu/nw

English (LSJ)

[ῡ] or ἐπεν-δύω, put on over, ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα Hdt.1.195:—Med., -σάμενος χιτῶνα J.AJ3.7.4; πολλὰ σώματα Aen.Gaz. Thphr.p.60 B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες J.AJ5.1.12), have on over, ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.Pel.11.

German (Pape)

[Seite 915] = ἐπενδύομαι, ἄλλον κιθῶνα Her. 1, 195; med., B. A. 260.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπενδύομαι.
Étymologie: ἐπί, ἐνδύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενδύνω: ῡ, φορῶ ἐπάνω εἰς ἄλλο ἔνδυμα, καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύει Ἡρόδ. 1. 195. ― Παθ. ἐπενδύομαι, ἐνδύομαι ἐπί τινι, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι, δηλ. ἐνδεδυμένοι ἐπὶ τοῖς θώραξι, Πλουτ. Πελοπίδ. 11· πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 12· ― τὸ δὲ ἐπενδύω, μεταβ., ἐνδύω τινὰ δι’ ἐπενδύτου, «ἐπαμφιάζοντες· ἐπενδύοντες» Ἠσύχ.

Greek Monolingual

ἐπενδύνω (Α)
1. φορώ κάτι επάνω από κάτι άλλο, φορώ επί πλέον
2. ντύνω κάποιον με επενδύτη, του φοράω πανωφόρι.

Greek Monotonic

ἐπενδύνω: [ῡ] ή -ενδύω, φορώ ένα ρούχο πάνω από κάποιο άλλο ένδυμα, σε Ηρόδ. — Παθ., ενδύομαι, φορώ από πάνω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπενδύνω: (ῡ) надевать (κιθῶνα Her.).

Middle Liddell

or -ενδύω
to put on one garment over another, Hdt.:—Pass. to have on over, Plut.