ἐπινῶς: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0966.png Seite 966]] = [[λίαν]], Luc. V. Hist. 2, 25, oder nach Schol. = ἐφελκυστικῶς. Man ändert ἐπιμανῶς. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0966.png Seite 966]] = [[λίαν]], Luc. V. Hist. 2, 25, oder nach Schol. = ἐφελκυστικῶς. Man ändert ἐπιμανῶς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />trop.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπινέω]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπινῶς''': [[λίαν]] Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν [[ἐπινῶς]], ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ [[ἐπινῶς]] ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, [[ἐπεὶ]] καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει». | |lstext='''ἐπινῶς''': [[λίαν]] Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν [[ἐπινῶς]], ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ [[ἐπινῶς]] ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, [[ἐπεὶ]] καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:21, 2 October 2022
English (LSJ)
= λίαν, Suid.; read by Sch. for ἐπιμανῶς in Luc.VH2.25.
German (Pape)
[Seite 966] = λίαν, Luc. V. Hist. 2, 25, oder nach Schol. = ἐφελκυστικῶς. Man ändert ἐπιμανῶς.
French (Bailly abrégé)
adv.
trop.
Étymologie: ἐπινέω².
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινῶς: λίαν Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν ἐπινῶς, ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ ἐπινῶς ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει».
Greek Monolingual
ἐπινῶς (Α)
επίρρ. (κατά το λεξικό Σούδα) λίαν (πιθ. εσφ. γραφή αντί ἐπιμανῶς
σφοδρά, εμμανώς, με πάθος).