ἐφόρμησις: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1123.png Seite 1123]] ἡ, = [[ἐφορμή]], der Ort zum Angriff, der Angriff, δι' ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης, Thuc. 2, 89, da man nur in kleinem Raume angreifen konnte; – das Einlaufen der Schiffe, um sich vor Anker zu legen, die Anfurt, λιμένα καὶ ἐφόρμησιν τῇ στρατιᾷ ib. 6, 48; bes. in feindlicher Absicht, Blokade, 8, 14 u., wo es der [[φυλακή]] entspricht, 3, 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1123.png Seite 1123]] ἡ, = [[ἐφορμή]], der Ort zum Angriff, der Angriff, δι' ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης, Thuc. 2, 89, da man nur in kleinem Raume angreifen konnte; – das Einlaufen der Schiffe, um sich vor Anker zu legen, die Anfurt, λιμένα καὶ ἐφόρμησιν τῇ στρατιᾷ ib. 6, 48; bes. in feindlicher Absicht, Blokade, 8, 14 u., wo es der [[φυλακή]] entspricht, 3, 33.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mouillage;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> mouillage en face d’un port <i>ou</i> d’une flotte ennemie ; blocus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφορμέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφόρμησις''': -εως, ἡ, ([[ἐφορμέω]]) τὸ ἐφορμεῖν πρὸς ἐπιτήρησιν τοῦ ἐχθροῦ, ἡ [[θέσις]] ἣν κατέχουσι τὰ τῶν πολεμίων πλοῖα, = ἔφορμοι, ἄλλως τε καὶ δι’ ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης, [[διότι]] καὶ ὁ σταθμὸς τῶν πολεμίων [[εἶναι]] εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, Θουκ. 2. 89 ([[ἔνθα]] ἴδε Arnold.)· [[μέσον]] ἢ [[εὐκολία]] πρὸς τοῦτο, ὁ αὐτ. 6. 48., 8. 15· ἐφ. παρέχει ὁ αὐτ. 3. 33. Ἐνίοτε φέρεται: ἐφόρμισις ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις. Πρβλ. [[ἔφορμος]], ὁ.
|lstext='''ἐφόρμησις''': -εως, ἡ, ([[ἐφορμέω]]) τὸ ἐφορμεῖν πρὸς ἐπιτήρησιν τοῦ ἐχθροῦ, ἡ [[θέσις]] ἣν κατέχουσι τὰ τῶν πολεμίων πλοῖα, = ἔφορμοι, ἄλλως τε καὶ δι’ ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης, [[διότι]] καὶ ὁ σταθμὸς τῶν πολεμίων [[εἶναι]] εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, Θουκ. 2. 89 ([[ἔνθα]] ἴδε Arnold.)· [[μέσον]] ἢ [[εὐκολία]] πρὸς τοῦτο, ὁ αὐτ. 6. 48., 8. 15· ἐφ. παρέχει ὁ αὐτ. 3. 33. Ἐνίοτε φέρεται: ἐφόρμισις ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις. Πρβλ. [[ἔφορμος]], ὁ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mouillage;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> mouillage en face d’un port <i>ou</i> d’une flotte ennemie ; blocus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφορμέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφόρμησις Medium diacritics: ἐφόρμησις Low diacritics: εφόρμησις Capitals: ΕΦΟΡΜΗΣΙΣ
Transliteration A: ephórmēsis Transliteration B: ephormēsis Transliteration C: eformisis Beta Code: e)fo/rmhsis

English (LSJ)

(A), εως, ἡ, (ἐφορμέω) A lying at anchor so as to watch an enemy, blockading, Th.2.89, 8.15; means of so doing, Id.6.48; ἐ. παρασχεῖν Id.3.33.
ἐφόρμ-ησις (B), εως, ἡ, (ἐφορυάω) A onset, attack, ἐχθρῶν Ph.2.174; κατ' ἐχθρῶν ib.296: pl., App.BC5.106. 2 approach, Hld.8.9.

German (Pape)

[Seite 1123] ἡ, = ἐφορμή, der Ort zum Angriff, der Angriff, δι' ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης, Thuc. 2, 89, da man nur in kleinem Raume angreifen konnte; – das Einlaufen der Schiffe, um sich vor Anker zu legen, die Anfurt, λιμένα καὶ ἐφόρμησιν τῇ στρατιᾷ ib. 6, 48; bes. in feindlicher Absicht, Blokade, 8, 14 u., wo es der φυλακή entspricht, 3, 33.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mouillage;
2 particul. mouillage en face d’un port ou d’une flotte ennemie ; blocus.
Étymologie: ἐφορμέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφόρμησις: -εως, ἡ, (ἐφορμέω) τὸ ἐφορμεῖν πρὸς ἐπιτήρησιν τοῦ ἐχθροῦ, ἡ θέσις ἣν κατέχουσι τὰ τῶν πολεμίων πλοῖα, = ἔφορμοι, ἄλλως τε καὶ δι’ ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης, διότι καὶ ὁ σταθμὸς τῶν πολεμίων εἶναι εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, Θουκ. 2. 89 (ἔνθα ἴδε Arnold.)· μέσονεὐκολία πρὸς τοῦτο, ὁ αὐτ. 6. 48., 8. 15· ἐφ. παρέχει ὁ αὐτ. 3. 33. Ἐνίοτε φέρεται: ἐφόρμισις ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις. Πρβλ. ἔφορμος, ὁ.

Greek Monotonic

ἐφόρμησις: -εως, ἡ (ἐφορμέω), άραγμα πλοίου που εκτελεί ναυτικό αποκλεισμό, σε Θουκ.· τρόπος ή μέσο αποκλεισμού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφόρμησις: εως ἡ
1) стояние на якоре (с целью блокады), морская блокада: δι᾽ ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως οὔσης Thuc. так как (неприятельские) корабли стоят на якоре в небольшом расстоянии;
2) стоянка кораблей (ἐ. τῇ στρατιᾷ ἱκανωτάτη Thuc.).

Middle Liddell

ἐφόρμησις, εως ἐφορμέω
a lying at anchor so as to watch an enemy, blockading, Thuc.: a means of so doing, Thuc.

English (Woodhouse)

blockade, by sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)