Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκφατος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἔκφᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[inefable]] σέλας Max.451.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως dud. [[con clara voz]], o bien [[de forma inefable]] ἐ. τίοντας A.<i>A</i>.706.
|dgtxt=(ἔκφᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[inefable]] σέλας Max.451.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως dud. [[con clara voz]], o bien [[de forma inefable]] ἐ. τίοντας A.<i>A</i>.706.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que la parole ne peut exprimer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φημί]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκφᾰτος''': -ον, [[ἄφατος]], [[ἀνέκφραστος]], Μάξιμ. π. καταρχ. 451. ‒ Ἐπίρρ. [[ἐκφάτως]], μετὰ φωνῆς [[μεγάλης]] (πρβλ. [[ἔκφημι]]), ἢ [[ἀρρήτως]], [[ἀσεβῶς]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 705· ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἔκφᾰτος''': -ον, [[ἄφατος]], [[ἀνέκφραστος]], Μάξιμ. π. καταρχ. 451. ‒ Ἐπίρρ. [[ἐκφάτως]], μετὰ φωνῆς [[μεγάλης]] (πρβλ. [[ἔκφημι]]), ἢ [[ἀρρήτως]], [[ἀσεβῶς]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 705· ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que la parole ne peut exprimer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φημί]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:13, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκφᾰτος Medium diacritics: ἔκφατος Low diacritics: έκφατος Capitals: ΕΚΦΑΤΟΣ
Transliteration A: ékphatos Transliteration B: ekphatos Transliteration C: ekfatos Beta Code: e)/kfatos

English (LSJ)

ον, A beyond power of speech, Max.451. II (ἔκφημι) Adv. ἐκφάτως = with loud voice or ineffably, impiously, A.Ag.706.

Spanish (DGE)

(ἔκφᾰτος) -ον
1 inefable σέλας Max.451.
2 adv. -ως dud. con clara voz, o bien de forma inefable ἐ. τίοντας A.A.706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que la parole ne peut exprimer.
Étymologie: ἐκ, φημί.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφᾰτος: -ον, ἄφατος, ἀνέκφραστος, Μάξιμ. π. καταρχ. 451. ‒ Ἐπίρρ. ἐκφάτως, μετὰ φωνῆς μεγάλης (πρβλ. ἔκφημι), ἢ ἀρρήτως, ἀσεβῶς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 705· ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ἔκφατος, -ον (Α)
Ι. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί, ανέκφραστος, άφατος
II. επίρρ. ἐκφάντως
1. με μεγάλη φωνή, φανερά, εκφραστικά, ρητώς, σαφώς
2. ασεβώς, αρρήτως, κατά τρόπο που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί («τὸ νυμφότιμον μέλος ἐκφάτως τίοντας», Αισχ.).

Greek Monotonic

ἔκφᾰτος: -ον, αυτός που είναι πέρα από τη δύναμη του λόγου, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, ανείπωτος, άρρητος, άφατος· επίρρ. ἐκφάτως, ανείπωτα, ασεβώς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἔκ-φᾰτος, ον
beyond power of speech: adv. ἐκφάτως, ineffably, impiously, Aesch.