ὁμόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la course est la même <i>ou</i> aussi rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δραμεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόδρομος''': -ον, ὁ τρέχων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.
|lstext='''ὁμόδρομος''': -ον, ὁ τρέχων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la course est la même <i>ou</i> aussi rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δραμεῖν]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδρομος Medium diacritics: ὁμόδρομος Low diacritics: ομόδρομος Capitals: ΟΜΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: homódromos Transliteration B: homodromos Transliteration C: omodromos Beta Code: o(mo/dromos

English (LSJ)

ον, running the same course with, τῷ ἡλίῳ Pl.Epin.987b, cf. Plu.2.1029b : c. gen., Nonn.D.1.250 : abs., πορείη ib.48.318. Adv. -μως Tz.H.10.537.

German (Pape)

[Seite 334] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la course est la même ou aussi rapide.
Étymologie: ὁμός, δραμεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδρομος: -ον, ὁ τρέχων ὁμοῦ μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόδρομος, -ον)
αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει μαζί με καποιον άλλο
νεοελλ.
1. βοτ. (για φυλλοταξία) αυτή που ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση
2. (για μοχλό) αυτός στον οποίο η αντίσταση και η δύναμη εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε σχέση με το υπομόχλιο.
επίρρ...
ὁμοδρόμως (Μ)
(για ουράνιο σώμα) στην ίδια τροχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. πολύ-δρομος].

Greek Monotonic

ὁμόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει την ίδια διαδρομή με, τινι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόδρομος: совершающий совместный путь: ὁ. ἡλίῳ Plat. двигающийся вместе с солнцем.

Middle Liddell

ὁμό-δρομος, ον, δραμεῖν
running the same course with τινι Plat.