ὑπεκπρορέω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. ῥέω), von unten heraus u. fortfließen, Od. 6, 87. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. ῥέω), von unten heraus u. fortfließen, Od. 6, 87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />couler sous <i>ou</i> dessous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκ]], [[προρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεκπρορέω''': [[ἐκρέω]] [[κάτωθεν]], πολὺ δὲ [[ὕδωρ]] καλὸν ὑπεκπρορέει Ὀδ. Ζ. 87 [[ἔνθα]] ὁ Εὐστ. σημειοῦται «ἐν τῷ ὑπεκπρορέειν ἡ μὲν ὑπὸ τὴν κάτωθέν ποθεν ἀνάδοσιν δηλοῖ τοῦ ὕδατος, ἡ δὲ ἐκ τὴν ἔξοδον [[αὐτοῦ]], ἡ δὲ πρὸ τὴν [[αὐτοῦ]] πρόοδον». | |lstext='''ὑπεκπρορέω''': [[ἐκρέω]] [[κάτωθεν]], πολὺ δὲ [[ὕδωρ]] καλὸν ὑπεκπρορέει Ὀδ. Ζ. 87 [[ἔνθα]] ὁ Εὐστ. σημειοῦται «ἐν τῷ ὑπεκπρορέειν ἡ μὲν ὑπὸ τὴν κάτωθέν ποθεν ἀνάδοσιν δηλοῖ τοῦ ὕδατος, ἡ δὲ ἐκ τὴν ἔξοδον [[αὐτοῦ]], ἡ δὲ πρὸ τὴν [[αὐτοῦ]] πρόοδον». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:09, 2 October 2022
English (LSJ)
flow up and out, of water running in and out of a rock-basin, ib.87.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. ῥέω), von unten heraus u. fortfließen, Od. 6, 87.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
couler sous ou dessous.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκπρορέω: ἐκρέω κάτωθεν, πολὺ δὲ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει Ὀδ. Ζ. 87 ἔνθα ὁ Εὐστ. σημειοῦται «ἐν τῷ ὑπεκπρορέειν ἡ μὲν ὑπὸ τὴν κάτωθέν ποθεν ἀνάδοσιν δηλοῖ τοῦ ὕδατος, ἡ δὲ ἐκ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, ἡ δὲ πρὸ τὴν αὐτοῦ πρόοδον».
English (Autenrieth)
flow forth from the depth below, Od. 6.87†.
Greek Monolingual
Α
εκρέω, αναβλύζω προς τα εμπρός («πολὺ δὲ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπρορέω «αναβλύζω από το εσωτερικό»].
Greek Monotonic
ὑπεκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, ρέω, ξεχύνομαι κάτω από, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκπρορέω: вытекать снизу, протекать (ὕδωρ ὑπεκπρορέει Hom.).