ὑπεκπρορέω

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπρορέω Medium diacritics: ὑπεκπρορέω Low diacritics: υπεκπρορέω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΡΕΩ
Transliteration A: hypekproréō Transliteration B: hypekproreō Transliteration C: ypekproreo Beta Code: u(pekprore/w

English (LSJ)

flow up and out, of water running in and out of a rock-basin, ib.87.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. ῥέω), von unten heraus u. fortfließen, Od. 6, 87.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
couler sous ou dessous.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προρέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπρορέω: вытекать снизу, протекать (ὕδωρ ὑπεκπρορέει Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπρορέω: ἐκρέω κάτωθεν, πολὺ δὲ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει Ὀδ. Ζ. 87 ἔνθα ὁ Εὐστ. σημειοῦται «ἐν τῷ ὑπεκπρορέειν ἡ μὲν ὑπὸ τὴν κάτωθέν ποθεν ἀνάδοσιν δηλοῖ τοῦ ὕδατος, ἡ δὲ ἐκ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, ἡ δὲ πρὸ τὴν αὐτοῦ πρόοδον».

English (Autenrieth)

flow forth from the depth below, Od. 6.87†.

Greek Monolingual

Α
εκρέω, αναβλύζω προς τα εμπρός («πολὺ δὲ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπρορέω «αναβλύζω από το εσωτερικό»].

Greek Monotonic

ὑπεκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, ρέω, ξεχύνομαι κάτω από, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to flow forth under, Od.