βραχυλογία: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας (ἡ) :<br />brièveté dans le discours <i>ou</i> le style.<br />'''Étymologie:''' βραχυλόγος.
|btext=ας (ἡ) :<br />brièveté dans le discours <i>ou</i> le style.<br />'''Étymologie:''' βραχυλόγος.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βρᾰχῠλογία''': ἡ, [[συντομία]] ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[μῆκος]], ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.
|elnltext=[[βραχυλογία]] -ας, ἡ Ion. βραχυλογίη [[βραχυλόγος]] beknoptheid.
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχυλογία:''' ἡ [[краткость речи]], [[сжатость]], [[немногословность]] Plat., Arst., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βραχυλόγος]]<br />[[brevity]] in [[speech]] or [[writing]], Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''βρᾰχῠλογία:''' ἡ, [[λακωνικότητα]] στο λόγο και στη [[γραφή]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''βρᾰχῠλογία:''' ἡ, [[λακωνικότητα]] στο λόγο και στη [[γραφή]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βρᾰχυλογία:''' ἡ [[краткость речи]], [[сжатость]], [[немногословность]] Plat., Arst., Plut.
|lstext='''βρᾰχῠλογία''': ἡ, [[συντομία]] ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[μῆκος]], ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βραχυλόγος]]<br />[[brevity]] in [[speech]] or [[writing]], Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βραχυλογία]] -ας, ἡ Ion. βραχυλογίη [[βραχυλόγος]] beknoptheid.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[briefness]], [[of speech]]
|woodrun=[[briefness]], [[of speech]]
}}
}}

Revision as of 19:58, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠλογία Medium diacritics: βραχυλογία Low diacritics: βραχυλογία Capitals: ΒΡΑΧΥΛΟΓΙΑ
Transliteration A: brachylogía Transliteration B: brachylogia Transliteration C: vrachylogia Beta Code: braxulogi/a

English (LSJ)

ἡ, brevity in speech or writing, Hp.Decent.12, Pl.Grg.449c; βραχυλογία τις Λακωνική Id.Prt.343b, etc.; ἡ Πιττακοῦ βραχυλογία Plu.2.153e, cf. Demetr.Eloc.243 (pl.); opp. μῆκος, Pl.Lg.887b.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón -ίη Hp.Decent.12
1 parquedad en la palabra en la visita a un enfermo μεμνῆσθαι ... βραχυλογίης Hp.l.c.
ret. braquilogía, concisión β. τις Λακωνική Pl.Prt.343b, ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίας Plu.2.153e, οὐ τῷ καταφρονεῖν αἱρεῖσθαι τὴν βραχυλογίαν Gal.5.360, cf. Sext.Sent.156, Philostr.Dial.1, Gr.Naz.Ep.244.9, Men.Prot.6.1.101, op. μακρολογία Pl.Grg.449c, Prt.335b, op. μῆκος Pl.Lg.887b, plu. διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν Pl.Phdr.269a, ὅτι ἐμφερῆ ταῖς βραχυλογίαις Demetr.Eloc.243.
2 gram. apócope ‘μάψ’ β. ἐκ τοῦ ‘μάτην’ Eust.187.28.

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, Kürze im Reden, im Ausdruck, Λακωνική Plat. Prot. 343 b. Ggstz μῆκος Legg. X, 887 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
brièveté dans le discours ou le style.
Étymologie: βραχυλόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχυλογία -ας, ἡ Ion. βραχυλογίη βραχυλόγος beknoptheid.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυλογία:краткость речи, сжатость, немногословность Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

[from βραχυλόγος
brevity in speech or writing, Plat.

Greek Monolingual

η (AM βραχυλογία) βραχύλογος / βραχυλόγος]]
1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο
2. η πυκνότητα στην έκφραση με την παράλειψη λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα.

Greek Monotonic

βρᾰχῠλογία: ἡ, λακωνικότητα στο λόγο και στη γραφή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠλογία: ἡ, συντομία ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ μῆκος, ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.

English (Woodhouse)

briefness, of speech

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)