καταλλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />d'esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />d'esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταλλακτικός''': -ή, -όν, [[εὔκολος]] πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, [[εὐδιάλλακτος]], [[εὐκατάλλακτος]], Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31.
|elnltext=καταλλακτικός -ή -όν [καταλλάττω] vergevingsgezind.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλλακτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[примиряющий]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[склонный к примирению]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταλλακτικός:''' -ή, -όν, [[εύκολος]] προς [[συμφιλίωση]], [[καλόβολος]], [[διαλλακτικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''καταλλακτικός:''' -ή, -όν, [[εύκολος]] προς [[συμφιλίωση]], [[καλόβολος]], [[διαλλακτικός]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταλλακτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[примиряющий]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[склонный к примирению]] Arst.
|lstext='''καταλλακτικός''': -ή, -όν, [[εὔκολος]] πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, [[εὐδιάλλακτος]], [[εὐκατάλλακτος]], Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31.
}}
{{elnl
|elnltext=καταλλακτικός -ή -όν [καταλλάττω] vergevingsgezind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταλλακτικός]], ή, όν<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]], Arist.
|mdlsjtxt=[[καταλλακτικός]], ή, όν<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]], Arist.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλλακτικός Medium diacritics: καταλλακτικός Low diacritics: καταλλακτικός Capitals: ΚΑΤΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katallaktikós Transliteration B: katallaktikos Transliteration C: katallaktikos Beta Code: katallaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, easy to reconcile, placable, Arist. EE1222b2, Rh.1367b17 (Comp.): c. dat., κ. τοῖς ὑπηκόοις prob. in Muson.Fr.33p.122H.

German (Pape)

[Seite 1360] ή, όν, zum Aussöhnen geeignet u. geschickt, Arist. eud. 2, 6; – καταλλακτικώτερος, verträglicher, Arist. rhet. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'esprit conciliant;
Cp. καταλλακτικώτερος.
Étymologie: καταλλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλλακτικός -ή -όν [καταλλάττω] vergevingsgezind.

Russian (Dvoretsky)

καταλλακτικός:
1) примиряющий Arst.;
2) склонный к примирению Arst.

Greek Monolingual

καταλλακτικός, -ή, -όν (Α) καταλλάσσω
ο ικανός για συνδιαλλαγή, ειρηνευτικός.

Greek Monotonic

καταλλακτικός: -ή, -όν, εύκολος προς συμφιλίωση, καλόβολος, διαλλακτικός, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλλακτικός: -ή, -όν, εὔκολος πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, εὐδιάλλακτος, εὐκατάλλακτος, Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31.

Middle Liddell

καταλλακτικός, ή, όν
easy to reconcile, placable, Arist.