καταλλακτικός: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />d'esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]]. | |btext=ή, όν :<br />d'esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καταλλακτικός -ή -όν [καταλλάττω] vergevingsgezind. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταλλακτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[примиряющий]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[склонный к примирению]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καταλλακτικός:''' -ή, -όν, [[εύκολος]] προς [[συμφιλίωση]], [[καλόβολος]], [[διαλλακτικός]], σε Αριστ. | |lsmtext='''καταλλακτικός:''' -ή, -όν, [[εύκολος]] προς [[συμφιλίωση]], [[καλόβολος]], [[διαλλακτικός]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καταλλακτικός''': -ή, -όν, [[εὔκολος]] πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, [[εὐδιάλλακτος]], [[εὐκατάλλακτος]], Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καταλλακτικός]], ή, όν<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]], Arist. | |mdlsjtxt=[[καταλλακτικός]], ή, όν<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, easy to reconcile, placable, Arist. EE1222b2, Rh.1367b17 (Comp.): c. dat., κ. τοῖς ὑπηκόοις prob. in Muson.Fr.33p.122H.
German (Pape)
[Seite 1360] ή, όν, zum Aussöhnen geeignet u. geschickt, Arist. eud. 2, 6; – καταλλακτικώτερος, verträglicher, Arist. rhet. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'esprit conciliant;
Cp. καταλλακτικώτερος.
Étymologie: καταλλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλλακτικός -ή -όν [καταλλάττω] vergevingsgezind.
Russian (Dvoretsky)
καταλλακτικός:
1) примиряющий Arst.;
2) склонный к примирению Arst.
Greek Monolingual
καταλλακτικός, -ή, -όν (Α) καταλλάσσω
ο ικανός για συνδιαλλαγή, ειρηνευτικός.
Greek Monotonic
καταλλακτικός: -ή, -όν, εύκολος προς συμφιλίωση, καλόβολος, διαλλακτικός, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
καταλλακτικός: -ή, -όν, εὔκολος πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, εὐδιάλλακτος, εὐκατάλλακτος, Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31.
Middle Liddell
καταλλακτικός, ή, όν
easy to reconcile, placable, Arist.