καταβρύκω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=déchirer à belles dents, dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρύκω]].
|btext=déchirer à belles dents, dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρύκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταβρύκω''': ἀόρ. α΄ κατέβρυξα Νικ. Ἀλεξιφ. 675·-δάκνων [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, κομματιάζω, [[κατατρώγω]], Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 645C, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 263, Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|elnltext=κατα-βρύκω verslinden.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβρύκω:''' (ῡ) разрывать на части, терзать, пожирать (τὸν μόσχον Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταβρύκω:''' [ῡ], [[δαγκώνω]] και μ' αυτόν τον τρόπο [[κόβω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''καταβρύκω:''' [ῡ], [[δαγκώνω]] και μ' αυτόν τον τρόπο [[κόβω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταβρύκω:''' (ῡ) разрывать на части, терзать, пожирать (τὸν μόσχον Anth.).
|lstext='''καταβρύκω''': ἀόρ. α΄ κατέβρυξα Νικ. Ἀλεξιφ. 675·-δάκνων [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, κομματιάζω, [[κατατρώγω]], Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 645C, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 263, Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βρύκω verslinden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[bite]] in pieces, eat up, Anth.
|mdlsjtxt=to [[bite]] in pieces, eat up, Anth.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβρύκω Medium diacritics: καταβρύκω Low diacritics: καταβρύκω Capitals: ΚΑΤΑΒΡΥΚΩ
Transliteration A: katabrýkō Transliteration B: katabrykō Transliteration C: katavryko Beta Code: katabru/kw

English (LSJ)

[ῡ], aor. 1 κατέβρυξα Nic.Th.675:—bite in pieces, eat up, Hippon.36, AP6.263 (Leon.), Nic. l.c.

German (Pape)

[Seite 1341] zerbeißen, verschlingen; vom Löwen Leon. Tar. 51 (VI, 263); vgl. Ath. XIV, 645 c; Nic. Th. 675.

French (Bailly abrégé)

déchirer à belles dents, dévorer.
Étymologie: κατά, βρύκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βρύκω verslinden.

Russian (Dvoretsky)

καταβρύκω: (ῡ) разрывать на части, терзать, пожирать (τὸν μόσχον Anth.).

Greek Monolingual

καταβρύκω (Α)
κατακομματιάζω, κατατρώγω («δουρὶ φονευσάμενος ἄρτι καταβρύκοντα τὸν... μόσχον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βρύκω «κομματιάζω, δαγκώνω»].

Greek Monotonic

καταβρύκω: [ῡ], δαγκώνω και μ' αυτόν τον τρόπο κόβω σε κομμάτια, καταβροχθίζω, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβρύκω: ἀόρ. α΄ κατέβρυξα Νικ. Ἀλεξιφ. 675·-δάκνων κόπτω εἰς τεμάχια, κομματιάζω, κατατρώγω, Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 645C, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 263, Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Middle Liddell

to bite in pieces, eat up, Anth.