καταστύφελος: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très dur, très rude;<br /><b>2</b> très sec.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στυφελός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très dur, très rude;<br /><b>2</b> très sec.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στυφελός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταστύφελος''': ῠ, ον, [[λίαν]] τραχὺς ἢ [[ἀπότομος]] πέτρη, [[χῶρος]] Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «[[κατάξηρος]]» καθ’ Ἡσύχ.
|elnltext=κατα-στύφελος -ον zeer ruw, ruig.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστύφελος:''' () весьма твердый, каменистый ([[πέτρη]] HH; [[χῶρος]] Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταστύφελος:''' [ῠ], -ον, [[πολύ]] [[τραχύς]] ή [[απότομος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''καταστύφελος:''' [ῠ], -ον, [[πολύ]] [[τραχύς]] ή [[απότομος]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταστύφελος:''' () весьма твердый, каменистый ([[πέτρη]] HH; [[χῶρος]] Hes.).
|lstext='''καταστύφελος''': ῠ, ον, [[λίαν]] τραχὺς ἢ [[ἀπότομος]] πέτρη, [[χῶρος]] Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «[[κατάξηρος]]» καθ’ Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-στύφελος -ον zeer ruw, ruig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατα-στῠ́φελος, ον<br />[[very]] [[hard]] or [[rugged]], Hes.
|mdlsjtxt=κατα-στῠ́φελος, ον<br />[[very]] [[hard]] or [[rugged]], Hes.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστύφελος Medium diacritics: καταστύφελος Low diacritics: καταστύφελος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΥΦΕΛΟΣ
Transliteration A: katastýphelos Transliteration B: katastyphelos Transliteration C: katastyfelos Beta Code: katastu/felos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, very hard or rugged, πέτρη, χῶρος, h.Merc. 124, Hes.Th.806.

German (Pape)

[Seite 1383] sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très dur, très rude;
2 très sec.
Étymologie: κατά, στυφελός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στύφελος -ον zeer ruw, ruig.

Russian (Dvoretsky)

καταστύφελος: (ῠ) весьма твердый, каменистый (πέτρη HH; χῶρος Hes.).

Greek Monolingual

καταστύφελος, -ον (Α)
πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στυφελός «τραχύς»].

Greek Monotonic

καταστύφελος: [ῠ], -ον, πολύ τραχύς ή απότομος, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστύφελος: ῠ, ον, λίαν τραχὺς ἢ ἀπότομος πέτρη, χῶρος Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «κατάξηρος» καθ’ Ἡσύχ.

Middle Liddell

κατα-στῠ́φελος, ον
very hard or rugged, Hes.