κινύρομαι: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se lamenter, gémir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire retentir : χαλινοὶ κινύρονται φόνον ESCHL les mors résonnent d'un bruit de meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[κινυρός]]. | |btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se lamenter, gémir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire retentir : χαλινοὶ κινύρονται φόνον ESCHL les mors résonnent d'un bruit de meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[κινυρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κινύρομαι [κινυρός] jammeren, klagen, overdr.: κινύρονται φόνον χαλινοί de teugels lieten een klaaglijk doodsgeluid horen Aeschl. Sept. 123. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῐνύρομαι:''' (ῡ) (только praes. и impf.) издавать стоны, стонать, сетовать Arph., Anth.: κινύρονται φόνον χαλινοί Aesch. (сами) удила (боевых коней) возвещают смерть (точнее звенят о смерти). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κῐνύρομαι:''' [ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· [[βγάζω]] θρηνώδη [[φωνή]], [[οδύρομαι]], σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., <i>χαλινοὶ κινύρονται φόνον</i>, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κῐνύρομαι:''' [ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· [[βγάζω]] θρηνώδη [[φωνή]], [[οδύρομαι]], σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., <i>χαλινοὶ κινύρονται φόνον</i>, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κῐνύρομαι''': ῡ, ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἐκτός ἂν ὁ ἀόρ. κινύρατο μείνῃ ὡς ἀόρ. παρὰ τῷ Μοσχ. 3. 43)· ― [[ἐκπέμπω]] θρηνώδη φωνήν, θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 292· οἰκτρὰ κινυρομένη Ὀππ. Κυν. 3. 217· πολλὰ κ. Κόϊντ. Σμ., κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]], [[κλαίω]], τινα Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 20. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον (Λ. Δινδ. μινύρονται ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), οἱ χαλινοὶ κροτοῦσι δηλοῦντες φόνον, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. βλέπειν φόνον, Ἄρη, κλπ.)· [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ Τραγ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κῐνύ¯ρομαι, only in pres. and imperf.,]<br />Dep. to [[utter]] a [[plaintive]] [[sound]], [[lament]], [[wail]], Ar.:—c. acc. cogn., χαλινοὶ κινύρονται φόνον the bridles [[ring]] or [[clash]] murderously, Aesch. [from κῐνῠρός] | |mdlsjtxt=κῐνύ¯ρομαι, only in pres. and imperf.,]<br />Dep. to [[utter]] a [[plaintive]] [[sound]], [[lament]], [[wail]], Ar.:—c. acc. cogn., χαλινοὶ κινύρονται φόνον the bridles [[ring]] or [[clash]] murderously, Aesch. [from κῐνῠρός] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], only pres. and impf. (unless the aor. κινύρατο be read in Mosch.3.43):—A utter a plaintive sound, lament, Ar.Eq.11, A.R. 1.292; οἰκτρὰ κινυρομένη Opp.C.3.217; πολλὰ κ. Q.S.6.81, al. 2 c.acc. pers., bewail, τινα Call.Ap.20. 3 once in Trag., c. acc. cogn., κινύρονται φόνον χαλινοί (L. Dind. μινύρονται ex Hsch.) the bridles ring murderously, A.Th.123 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1441] nur praes. u. impf., klagen, jammern; VLL. erkl. θρηνεῖν, κλαίειν; übh. einen traurigen Ton von sich geben od. einen Unheil verkündenden, wie Aesch. sagt κινύρονται φόνον χαλινοί, sie klirren Mord, Spt. 116; τί κινυρόμεθ' ἄλλως, Ar. Equ. 13; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 292; οἰκτρὰ κινυρομένη Agath. 7 (V, 289), wie Opp. Cyn. 3, 216; auch c. acc. der Person, οὐδὲ Θέτις Ἀχιλῆα κινύρεται αἴλινα μήτηρ Callim. Apoll. 20. betrauern.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
1 intr. se lamenter, gémir;
2 fig. faire retentir : χαλινοὶ κινύρονται φόνον ESCHL les mors résonnent d'un bruit de meurtre.
Étymologie: κινυρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινύρομαι [κινυρός] jammeren, klagen, overdr.: κινύρονται φόνον χαλινοί de teugels lieten een klaaglijk doodsgeluid horen Aeschl. Sept. 123.
Russian (Dvoretsky)
κῐνύρομαι: (ῡ) (только praes. и impf.) издавать стоны, стонать, сетовать Arph., Anth.: κινύρονται φόνον χαλινοί Aesch. (сами) удила (боевых коней) возвещают смерть (точнее звенят о смерти).
Greek Monolingual
κινύρομαι (Α)
1. θρηνώ, οδύρομαι
2. θρηνώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινυρός.
Greek Monotonic
κῐνύρομαι: [ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· βγάζω θρηνώδη φωνή, οδύρομαι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνύρομαι: ῡ, ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἐκτός ἂν ὁ ἀόρ. κινύρατο μείνῃ ὡς ἀόρ. παρὰ τῷ Μοσχ. 3. 43)· ― ἐκπέμπω θρηνώδη φωνήν, θρηνῶ, ὀδύρομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 292· οἰκτρὰ κινυρομένη Ὀππ. Κυν. 3. 217· πολλὰ κ. Κόϊντ. Σμ., κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, κλαίω, τινα Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 20. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον (Λ. Δινδ. μινύρονται ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), οἱ χαλινοὶ κροτοῦσι δηλοῦντες φόνον, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. βλέπειν φόνον, Ἄρη, κλπ.)· οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.
Middle Liddell
κῐνύ¯ρομαι, only in pres. and imperf.,]
Dep. to utter a plaintive sound, lament, wail, Ar.:—c. acc. cogn., χαλινοὶ κινύρονται φόνον the bridles ring or clash murderously, Aesch. [from κῐνῠρός]