παντόμιμος: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />pantomime, <i>comédien qui joue au moyen de gestes, sans le secours de la parole</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μιμέομαι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />pantomime, <i>comédien qui joue au moyen de gestes, sans le secours de la parole</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μιμέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παντόμιμος -ον [πᾶς, μῖμος] subst. ὁ παντόμιμος pantomimespeler:. τὸν ὀρχηστὴν παντόμιμον καλοῦσιν ze noemen de danser een pantomimespeler Luc. 45.67. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παντόμῑμος:''' ὁ [[пантомим]] (актер, играющий с помощью одних телодвижений) Luc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''παντόμῑμος:''' ὁ, [[ηθοποιός]] που μιμείται τους άλλους, σε Λουκ. | |lsmtext='''παντόμῑμος:''' ὁ, [[ηθοποιός]] που μιμείται τους άλλους, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παντόμῑμος''': ὁ, ὁ τοὺς πάντας μιμούμενος, [[λέξις]] ἥτις ἐπεκράτησεν ἐν Ἰταλίᾳ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Αὐγούστου ἀντὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ [[ὀρχηστής]], ὁ παριστάνων ὀρχούμενος πρόσωπόν τι διὰ παντοίων κινήσεων τοῦ σώματος καὶ χειρονομιῶν χωρὶς νὰ προφέρῃ οὐδεμίαν λέξιν, ὑποκριτὴς παντομίμας, Λουκ. π. Ὀρχ. 67, Σουΐδ., κτλ· ὅρα Λεξικ. Ἀρχαιοτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παντό-μῑμος, ὁ,<br />a pantomimic [[actor]], Luc. | |mdlsjtxt=παντό-μῑμος, ὁ,<br />a pantomimic [[actor]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:03, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, pantomimic, ὀρχηστής Jul.Mis.351d; ὄρχησις Suid.s.h.v.: Subst. π., ὁ, pantomimic actor, Luc.Salt.67.
German (Pape)
[Seite 464] Alles nachahmend, Sp.; bes. der durch Tanz, künstliche Bewegung des Leibes u. Gebehrdenspiel, ohne Worte eine Charakterrolle, oder ein ganzes Stück darstellt, auch die Rede, welche ein Anderer spricht, durch Gebehrden versinnlicht, ein Pantomime; das Wort kam in Italien für das griech. ὀρχηστής zu Augustus' Zeit auf, vgl. Luc. de salt. 66.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pantomime, comédien qui joue au moyen de gestes, sans le secours de la parole.
Étymologie: πᾶν, μιμέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντόμιμος -ον [πᾶς, μῖμος] subst. ὁ παντόμιμος pantomimespeler:. τὸν ὀρχηστὴν παντόμιμον καλοῦσιν ze noemen de danser een pantomimespeler Luc. 45.67.
Russian (Dvoretsky)
παντόμῑμος: ὁ пантомим (актер, играющий с помощью одних телодвижений) Luc.
Greek Monolingual
-ο / παντόμιμος, -ον, ΝΑ
το αρσ. ως ουσ. ο παντόμιμος
ηθοποιός που παριστάνει τα νοήματα και την υπόθεση ενός έργου μόνον με τη μιμική και την όρχηση, με κινήσεις του σώματος και με χειρονομίες χωρίς να μιλά, ο ηθοποιός της παντομίμας
αρχ.
1. αυτός που μιμείται τους πάντες ή τα πάντα
2. (στη ρωμ. αυτοκρατ. εποχή) χορευτικό θέαμα κατά το οποίο ένας μόνον υποκριτής αφηγείται με χορευτικές κινήσεις, βήματα, στάσεις και χειρονομίες την υπόθεση μιας ιστορίας με κωμικό ή τραγικό θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + μῖμος (πρβλ. ανθρωπό-μιμος, φωνό-μιμος)].
Greek Monotonic
παντόμῑμος: ὁ, ηθοποιός που μιμείται τους άλλους, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παντόμῑμος: ὁ, ὁ τοὺς πάντας μιμούμενος, λέξις ἥτις ἐπεκράτησεν ἐν Ἰταλίᾳ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Αὐγούστου ἀντὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀρχηστής, ὁ παριστάνων ὀρχούμενος πρόσωπόν τι διὰ παντοίων κινήσεων τοῦ σώματος καὶ χειρονομιῶν χωρὶς νὰ προφέρῃ οὐδεμίαν λέξιν, ὑποκριτὴς παντομίμας, Λουκ. π. Ὀρχ. 67, Σουΐδ., κτλ· ὅρα Λεξικ. Ἀρχαιοτ.
Middle Liddell
παντό-μῑμος, ὁ,
a pantomimic actor, Luc.