παροπλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>pf.</i> παρώπλικα;<br />désarmer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁπλίζω]].
|btext=<i>pf.</i> παρώπλικα;<br />désarmer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁπλίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παροπλίζω''': μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - [[ἀφοπλίζω]], Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68.
|elnltext=παρ-οπλίζω, pass. ontwapend worden.
}}
{{elru
|elrutext='''παροπλίζω:''' [[обезоруживать]], [[разоружать]] (τινά Polyb., Diod., Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παροπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αφοπλίζω]], σε Πολύβ. — Παθ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''παροπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αφοπλίζω]], σε Πολύβ. — Παθ., σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παροπλίζω:''' [[обезоруживать]], [[разоружать]] (τινά Polyb., Diod., Plut.).
|lstext='''παροπλίζω''': μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - [[ἀφοπλίζω]], Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-οπλίζω, pass. ontwapend worden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ίσω<br />to [[disarm]], Polyb.:—Pass., Plut.
|mdlsjtxt=fut. ίσω<br />to [[disarm]], Polyb.:—Pass., Plut.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροπλίζω Medium diacritics: παροπλίζω Low diacritics: παροπλίζω Capitals: ΠΑΡΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: paroplízō Transliteration B: paroplizō Transliteration C: paroplizo Beta Code: paropli/zw

English (LSJ)

pf. -ώπλικα D.S.4.10:—disarm, Plb.2.7.10, etc.:— Med., 2sg. Ep. aor. -οπλίσσαιο Numen. ap. Ath.7.306c:—Pass., Plu. Cat.Mi.68.

German (Pape)

[Seite 527] entwaffnen; Pol. 2, 7, 10; παρωπλικέναι τὴν πόλιν, D. Sic. 4, 10; auch pass., 14, 67; Plut. Cat. min. 68. – Das med. in act. Bdtg, Numen. bei Ath. VII, 306 c.

French (Bailly abrégé)

pf. παρώπλικα;
désarmer.
Étymologie: παρά, ὁπλίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οπλίζω, pass. ontwapend worden.

Russian (Dvoretsky)

παροπλίζω: обезоруживать, разоружать (τινά Polyb., Diod., Plut.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού
2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν του αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και παρωπλισμένος, -η, -ο
α) (για πλοίο) αυτό που παραμένει σε κατάσταση παροπλισμού
β) (για υπάλληλο ή λειτουργό) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική περικοπή δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων
(μσν. αρχ.) αφοπλίζω
αρχ.
1. αφαιρώ από το πλοίο τα ξάρτια και τα κουπιά, ξαρματώνω
2. μέσ. παροπλίζομαι
μτφ. περιορίζω τις δραστηριότητες μου ή την έκφραση τών απόψεών μου.

Greek Monotonic

παροπλίζω: μέλ. -ίσω, αφοπλίζω, σε Πολύβ. — Παθ., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παροπλίζω: μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - ἀφοπλίζω, Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68.

Middle Liddell

fut. ίσω
to disarm, Polyb.:—Pass., Plut.