πολύγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;<br /><b>2</b> recourbé, frisé <i>en parl. de certains feuillages</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γνάμπτω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;<br /><b>2</b> recourbé, frisé <i>en parl. de certains feuillages</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γνάμπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύγναμπτος''': -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· [[λαβύρινθος]] Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, [[σγουρός]], [[σέλινον]] Θεόκρ. 7. 68.
|elnltext=πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύγναμπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весьма извилистый]] (μυχοί Pind.; [[λαβύρινθος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[вьющийся]], [[кудрявый]] ([[σέλινον]] Theocr.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πολύγναμπτος:''' -ον, αυτός που λυγίζει [[πολύ]], αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· [[σγουρός]], [[κατσαρός]], [[σέλινον]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πολύγναμπτος:''' -ον, αυτός που λυγίζει [[πολύ]], αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· [[σγουρός]], [[κατσαρός]], [[σέλινον]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύγναμπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весьма извилистый]] (μυχοί Pind.; [[λαβύρινθος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[вьющийся]], [[кудрявый]] ([[σέλινον]] Theocr.).
|lstext='''πολύγναμπτος''': -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· [[λαβύρινθος]] Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, [[σγουρός]], [[σέλινον]] Θεόκρ. 7. 68.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-γναμπτος, ον,<br />[[much]]-[[bent]], [[much]]-twisting, Pind.: [[curling]], frizzled, [[σέλινον]] Theocr.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-γναμπτος, ον,<br />[[much]]-[[bent]], [[much]]-twisting, Pind.: [[curling]], frizzled, [[σέλινον]] Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́γναμπτος Medium diacritics: πολύγναμπτος Low diacritics: πολύγναμπτος Capitals: ΠΟΛΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: polýgnamptos Transliteration B: polygnamptos Transliteration C: polygnamptos Beta Code: polu/gnamptos

English (LSJ)

ον, much-bent, much-twisting, μυχοί Pi.O.3.27; λαβύρινθοι AP9.191; προχοαί Q.S.1.286; curly, σέλινον Theoc. 7.68.

German (Pape)

[Seite 661] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; λαβύρινθος, mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); πορεία, Nonn. D. 14, 373; σέλινον, kraus, Theocr. 7, 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;
2 recourbé, frisé en parl. de certains feuillages.
Étymologie: πολύς, γνάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.

Russian (Dvoretsky)

πολύγναμπτος:
1) весьма извилистый (μυχοί Pind.; λαβύρινθος Anth.);
2) вьющийся, кудрявый (σέλινον Theocr.).

English (Slater)

πολύγναμπτος meandering Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.27)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές
2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)
3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. ά-γναμπτος, εύ-γναμπτος].

Greek Monotonic

πολύγναμπτος: -ον, αυτός που λυγίζει πολύ, αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· σγουρός, κατσαρός, σέλινον, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγναμπτος: -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, σγουρός, σέλινον Θεόκρ. 7. 68.

Middle Liddell

πολύ-γναμπτος, ον,
much-bent, much-twisting, Pind.: curling, frizzled, σέλινον Theocr.